Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ (Τ’ ΑΝΗΘΙΚΑ)

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ (Τ’ ΑΝΗΘΙΚΑ)

ΤΥΠΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

«Αδάμας»

Κοντακιανός, χοντρομπαλάς, ανήλιος και αδούλευτος. Ένας ιδεολόγος τεμπέλης που ζούσε κατά το κέφι του. Ανεξάρτητος από τα πάντα κι από κοντά ανέμελος μια και φρόντιζαν άλλοι για τα πεζά της διαβίωσης.
Ονειροπόλος, περιπατητικός φιλόσοφος. Αδάμαντα τον βάφτισε ο Μυριβήλης όντας βρέθηκε στρατιώτης στην Αγιάσο στα 1914. Το πραγματικό του όνομα...

Παναγιώτης Αγγελής, γόνος αρχοντοφαμίλιας. Ο αδερφός του ο Σωκράτης νοιάζονταν για τα πάντα. Περιουσίες, πάρε – δώσε. Ο Αδάμαντας μήτε δραχμή δεν κολάντριζε. Δεν τα μπορούσε κάτι τέτοια. Η νύφη του, η Μαργουλιώ καλομαγείρευε, τον είχε ακράτο, στην πάστρα. Τι άλλο ήθελε ο φιλόσοφος; Τα πρωινά σουλάτσερνε στην αγορά απαγγέλλοντας ότι του κάπνιζε.
Χορτοφάγος καθώς ήταν, σαν έβλεπε σφαχτό σε τσιγκέλι, άρχιζε το κήρυγμα. «Αποφεύγετε την βραδείαν δηλητηρίασιν» κι άμα θύμωνε το γύριζε στα Αγιασώτικα. «Φάτι παλιόγρουνα κριγιάτα να φουνάζιτι όχου…».
Στα νειάτα του πήγε στην Αθήνα, ερωτεύτηκε την κόρη του Σκουζέ, έφαγε λίρες και λίρες και σαν τέλειωσαν δούλεψε σε ζαχαροπλαστείο. Γύρισε κάποτε στο χωριό με ρεντιγκότα και ψηλό καπέλο.
Στα γεράματά του πάσχιζε να σιάξει τα στραβά του κόσμου με τις θεωρίες του. Έκανε παρατηρήσεις απ΄ την οπτική γωνία της τεμπελιάς του και παρακινούσε τους Αγιασώτες να κάνουν ντουσεμέδες στο λιώνα και τ’ αμπέλια μια κι οι κληματαριές, μέσ’ το χωριό λυγάνε απ΄ τα τσαμπιά.
Καλοσύχαρος, άκακος, μορφοκαμωμένος έμοιαζε με παιδί που γέρασε. Ταπεινός και αρνητής του καταστημένου γίνηκε αποδιοπομπαίος απ΄ τα μεγάλα σόγια που του κολλήσανε τη ρετσινιά του λαφρόμυαλου.
Βλέποντας τις «πόστες» που έρχονταν από τη Μυτιλήνη, αραμπάδες, μετρητάδες με τα χάλκινα λαγήνια που γέμιζαν τα λαδοβάρελα, ο Αδάμαντας κουνούσε το κεφάλι οικτίροντας τον μάταιο κόπο των ανθρώπων.
---Γιατί μωρέ τόση κούραση και φασαρία για να πάει το λάδι στη Μυτιλήνη;
---Έμ, πώς να πάει Αδάμαντα;
---Να βάλουμε φαρδιούς σωλήνες απ’ την Αγιάσο στη Μυτιλήνη. Τηλεφωνάς στον έμπορο.
«Τώρα ρίχνω τόσα λαγήνια λάδι. Παράλαβέ το».
Προφητεία η μέθοδός του για την εποχή εκείνη. Τώρα οι πετρελαιαγωγοί το ίδιο δεν κάνουν;
Στα 1923-25 θαρρώ, ο Πρωτοπαπαδάκης έκοψε τα χαρτονομίσματα στα δύο. Το περίφημο αναγκαστικό δάνειο που αφαιρούσε το 25% της αξίας τους. Τα «στέμματα» που απόμειναν είχανε μακροπρόθεσμη αξία κι ωφέλησαν τους κατόχους των. Ταίριασε να βρεθούν στα χέρια του αδερφού του Αδάμαντα, Σωκράτη Αγγελή κάπου 800 χιλιάρικα, μεγάλο ποσόν για την εποχή εκείνη. Έτσι η ψαλίδα του υπουργού οικονομικών με το κλείσιμό της έκοψε , κοντά στα 800 χιλιάρικα, και τη ζωή του Σωκράτη. Τον βρήκαν κρεμασμένο σ’ ένα λιόδεντρο, στο κτήμα του, κάτω από το καστέλι.
Βρέθηκα και του λόγου μου, μέσ’ το πλήθος, που έτρεξε να δει το δραματικό τούτο συμβάν. Τον είδα να κρέμεται με δαγκωμένη γλώσσα σαν κότσυφας στην ανεσπάθα.
Με διαταγή του σταθμάρχη και του ειρηνοδίκη τον αποκαθήλωσαν δύο αγροφύλακες και τον ξαπλώσανε στην αποσκαφή της πεζούλας.
Ατάραχος, ακουμπώντας το ραβδί του, φάνηκε ο Αδάμαντας να ανηφορίζει το μονοπάτι. Ο κόσμος άνοιξε δρόμο να περάσει ο αδερφός του νεκρού.
Στάθηκε να ξελαχανιάσει βλέποντας χαμογελαστός το πτώμα.
Ο ειρηνοδίκης, πρώτος, τον συλλυπήθηκε, ύστερα ο αστυνόμος.
---Τι έκανι ου Σουκράτ’ς
---Κρεμάστηκε.
---Ποιος τουν ξικρέμασι;
---Εμείς διατάξαμε, λέει ο ειρηνοδίκης.
---Θα σας κάνου μήνυσ’.
---Γιατί κύριε;
---Για να κριμαστεί γ’ αδριφός σιμ’ θα πει πους ήθιλι να κρέμιτι. Γιατί να τουν ξικριμάσιτι; Μύνησ’ . Να μάθιτι να σιβόστι τα θιλήματα τουν αθρουπιών.
Έβαλε μπροστά το ραβδί του και κατηφόρισε τάχα θυμωμένος μουρμουρίζοντας. Τον πρόφτασα στο καλντερίμι κάτω στη ρεματιά. Ήταν τώρα γελαστός και μου μιλούσε με καλοσύνη.
---Είδες …λυπήθηκε τσ’ παράδις που κόψανε, και δεν λυπήθηκε το λαιμό του. Βρε το Σωκράτη! Κρίμα στ’ όνομα. Τ’ όνομα τόχει. Άλλος φαρμακώνεται, άλλος κρεμάζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου