Έχασι του παλούτσ' απ' τ' χαβούζα
Έχασε το παλούκι ή το πάσσαλο από τη χαβούζα
χαβούζα ( τουρκ. havuz): (δεξαμενή νερού)
Μια πολύ εύστοχη παροιμία που λέγεται για κάποιον που όχι μόνο τα «έχασε», αλλά που έχει περιέλθει σε μια οδυνηρή, μη αναστρέψιμη κατάσταση. Λόγου χάρη, για κάποιον που δεν ξέρει σε τι και σε ποιόν χρωστάει, ή για κάποιο που έχασε τα λογικά του εξ αιτίας μιας οδυνηρής κατάστασης.
Θυμούμαι ακόμη το μπαχτσέ της «Τζίμενας» στο Τάρτι που νοίκιαζε με τα χρόνια ο παππούς μου ο Σαράντος. Όπως οι περισσότεροι μπαχτσέδες έτσι και αυτός, προκειμένου να έχει μπαχτσαβανκά, ήταν εφοδιασμένος με μαγκανοπήγαδο και χαβούζα. Η χαβούζα γέμιζε νερό από το μαγκανοπήγαδο. Το άνοιγμα και το κλείσιμο του νερού για πότισμα γινόταν με ένα πάσσαλο σε εσωτερική άκρη στο πάτο της όπου υπήρχε η οπή εξόδου. Η εξωτερική οπή του νερού ήταν αδύνατον να φραγεί λόγω της πίεσης του νερού. Έτσι, αν κάποιος έχανε το πάσσαλο τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει τη διαρροή του νερού.
Μπίτ’σι γι δ’λειά μ’
Τελείωσε η δουλειά μου
μπιτίζω ( τουρκ. ρήμα bitmek ): τελειώνω, αποτελειώνω.
Η φράση λέγεται όταν μια δουλειά μας κλείσει ή γίνει σύμφωνα με το συμφέρον μας.
<βρήκα ραβ’στή μπίτ’σι γι δ’λειά μ’>
Γαδάρ λαλείς πουρδές ακούς
Σε γαϊδούρια μιλάς πουρδές ακούς
λαλώ ( αρχ.): μιλώ
(Λαλώ όμως σημαίνει στη Λέσβο και φώναξε, ξεμπρόβανε, π.χ. «λάλ’σε τς όρθες να έρθουν», «λάλ’σε τς κατσίτσις να φύγουν»)
Λέγεται όταν κάποιος κατά κυριολεξία χάνει τα λόγια του, μιλώντας σε κάποιους από τους οποίους δεν μπορεί να αναμένει τίποτα, κοινώς σα να μιλάει σε τοίχο. Λόγου χάρη, όταν ο δάσκαλος προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρων των μαθητών του, αλλά αυτοί είναι αδιάφοροι ή απαντούν με άσχετα πράγματα.
Οπότε ο δάσκαλος απηυδισμένος ανταπαντάει.
Μια εκδοχή μπορεί να είναι και η εξής: Παλαιότερα μετά από την ημερήσια συλλογή
της ελιάς, η μεταφορά του γομαριού (φορτίο) γινόταν με γαϊδούρια σε μεγάλες αποστάσεις. Ο αγωγιάτης πάντοτε ακολουθούσε το γομάρι προσέχοντας να ακολουθεί την επιθυμητή διαδρομή. Μερικές φορές όμως τα μονοπάτια ήταν δύσβατα και ανηφορικά και, καθώς τα ζώα συνήθως ήταν βαρυφορτωμένα, υπό την πίεση του φορτίου άδειαζαν τα αέρια!
<αγωγιάτης, πρόσωπο που μεταφέρει φορτία (πρόσωπα ή πράγματα) με το υποζύγιό του>
Παναγιώτης Αγιακάτσικας
Από Εφημερίδα «ΓΕΡΑ» Τεύχος
Share
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου