Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ο ΒΟΥΒΟΣ (ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ)

ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Ο ΒΟΥΒΟΣ


Τόνε θυμούμαι το δύστυχο. Λιγνό, αψηλό και νόστιμο παλληκάρι. Ήτανε γεννημένος βουβός. Πάει να πει, ήταν και κουφός. Σαν να μην του’ φταναν αυτά τα ψεγάδια είχε μείνει κι ορφανός από πέντε χρονώ. Μία γειτόνισσα τον πήρε και τον ανάθρεψε. Δηλαδή τον έμαθε να κουβαλεί νερό, να ψουνίζει και να κουνεί το μωρό σαν δεν είχε άλλη δουλειά.



Μαζί μ’ αυτό το μωρό μεγάλωσε κι ο βουβός. Μα το μωρό σα μεγάλωσε, φορούσε κοντούτσικα φουστανάκια. Ήταν κορίτσι το μωρό που κουνούσε ο βουβός.


Σαν αδέρφια κατάντησαν. Και σαν αδέρφια μεγάλωναν. Η μικρούλα ήταν η μόνη που δεν τον πείραζε. Ως και η μάνα του τον περιγελούσε, μ΄ όλη της την καλή καρδιά. Στα χωριά το περιγέλιο να λείψει δε γίνεται. Σκάνουν και πηγαίνουνε στο καλό, αν δεν περιγελάσουνε έναν βουβό. Και στην ανάγκη, ας μην είναι και βουβός.


Τόνε θυμούμαι ως δεκαπέντε χρονών και τη μικρούλα ως δέκα. Τους θυμούμαι σαν πήγαιναν το βράδυ στη βρύση μαζί. Κάποιος του’ ριχτε του βουβού ένα πετραδάκι ή και πεπονόφλουδο. Δεν το λησμονώ το πρόσωπό του το πικραμένο και το λυπητερό καθώς γύριζε και έβλεπε τη μικρή. Σαν να της έλεγε : «Βλέπεις, τι θα πει να είσαι βουβός;». Η μικρή τότες κοίταζε γύρω, με μάτια που τινάζανε σπίθες. Αλί, στον αν τον έπαιρνε το μάτι της το θεομπαίχτη, που πέταξε το πετραδάκι ή το φλούδι στον σύντροφό της.


Τότε θυμούμαι και στο πανηγύρι το δύστυχο βουβό. Ήτανε μεγαλύτερος τώρα. Σωστό παλληκάρι. Πάλι με την κόρη και με τη μάνα της τη γριά. Σωστή κοπέλα και η κόρη τώρα. Όχι πολύ όμορφη, μα νόστιμη, νόστιμη κι αφράτη σαν μήλο μαγιάτικο. Τη θυμούμαι σα χόρευε μαζί με τις άλλες γειτόνισσες. Ο βουβός ---όλη του η ακοή, όλη του η μιλιά ήταν μαζεμένη όλη στα ζωηρά μάτια του και στα πρόσχαρα χείλη του ---δε χόρταινε να την καμαρώνει και να της δίνει θάρρος με τα χαϊδευτικά του γνεψίματα. Δος του και χόρευε η κοπέλα, δος του κα ΄λαφροπηδούσε ανοιχτόκαρδος ο βουβός.


Αχ! Τόνε θυμούμαι και στη στερνή φορά που τον είδα! Περπατούσα μία βραδιά μοναχός μου στην ακρογιαλιά. Πήγα ως τον κάβο, στάθηκα σ’ ένα βράχο και κοίταζα τα ήσυχα και βαθιά νερά. Στο πλάγι μου ήτανε μιαν άλλη πέτρα, πιο μέσα κατά τη θάλασσα. Και δίπλα στην πέτρα, από το δικό μου το μέρος έπλεε κάτι, που δεν άργησα να καταλάβω τι ήταν. Έπλεε ήσυχα και βαριά, και κάθε λίγο το χτυπούσε κι ένα κύμα στην πέτρα. Πάω κοντύτερα, δεν είχα λάθος. Ήταν άνθρωπος, κι ήταν ο δύστυχος ο βουβός!


Ίσα- ίσα ότι στεφανώθηκε η μικρούλα!











Bookmark and Share

1 σχόλιο: