Σάββατο πρωί, ευκαιρία για λίγο ύπνο παραπάνω. Έτσι έκανε πάντα. Όμως εκείνο το Σάββατο ήταν διαφορετικό. Υποχρεώσεις δεν του επέτρεψαν να βοηθήσει στο στήσιμο της έκθεσης για τις ανάγκες μιας τριήμερης εκδήλωσης μνήμης στο Μίλτη από την ΟΛΣΑ, για τα δέκα χρόνια από το θάνατό του και.
Κοίτα να δεις που μου προέκυψε σκέτο το Μίλτης - σκέφτηκε - και όχι το πλήρες, Μίλτης Παρασκευαΐδης. Τόσα άκουσε, πολλά διάβασε για κείνον, ζητούμενο και σπανίζον είδος ο Δάσκαλος, λογικό είναι, σκέφτηκε. Πρόκληση ο Μίλτης και το όραμά του, και θα ‘ταν δύναμη να «μολυνθούν» πολλοί, ξανασκέφτηκε. Για να δούμε! Το ‘χει ανάγκη ο ευλογημένος τόπος. Σε χαλεπούς καιρούς οι αξίες έχουν ιδιαίτερη σημασία, θέλει όμως των πολλών την ψυχή, και πώς γίνεται αυτό; Για πες μας, καλέ μας Μίλτη!
Δε βοήθησε, λοιπόν, στο στήσιμο της έκθεσης και είπε να επανορθώσει όσο γίνεται, αναλαμβάνοντας τη βαρετή πρωινή - 9:00 με 13:00 - βάρδια του Σαββάτου.
Πήρε μαζί του μουσική, καφέ και εφημερίδες, αναγκαία παρελκόμενα για τις μοναχικές ώρες που τον περίμεναν, δυο λευκές σελίδες κι ένα μολύβι.
Η απόλυτη ησυχία στον πρώτο όροφο του Πνευματικού Κέντρου του δήμου Αθηναίων ήταν βαρετή. Το καλοριφέρ στο διάδρομο στο φουλ, άραξε στον καναπέ που υπήρχε εκεί, χάθηκε μέσα στην εφημερίδα, μα μιάμιση ώρα μετά, ζέστη και διάβασμα τον είχαν φέρει στα όρια του ύπνου κι αυτή θα ήταν η κατάληξη αν στις 10:40 δεν ερχόταν ο πρώτος κύριος.
Βαριεστημένα, κατάφερε να σηκωθεί απ’ τον καναπέ και τον συνόδευσε στην αίθουσα της έκθεσης.
«Είστε Μυτιληνιός; Από πού; Τον γνωρίζατε το Μίλτη; Παντρεύτηκε; Έκανε παιδιά;» Βομβαρδισμός οι ερωτήσεις του επισκέπτη που ρούφαγε με τα μάτια του τις φωτογραφίες του Μίλτη και έδινε την αίσθηση πως βρισκόταν σε χώρο οικείο.
Η άνεσή του τον αιφνιδίασε και απότομα συνήλθε απ’ τη ζέστη του διαδρόμου.
«Είστε Μυτιληνιός;», του αντέτεινε.
«Όχι», ήταν η απάντηση.
«Δεν είστε Μυτιληνιός; Και όλα αυτά που με ρωτάτε;»
«Ο Μίλτης ήταν Δάσκαλός μου!»
...
«Ευγενής, από τους Ανθρώπους που δεν ξεχνιούνται, Δάσκαλος. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος - γεωπόνος - ζούσαμε στη Μυτιλήνη τότε. Τον είχα καθηγητή μου, στο οκτατάξιο γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Μας έμαθε γράμματα... Τα σπίτια μας ήταν στον ίδιο δρόμο, εκεί λίγο πιο κάτω από το Κιόσκι, κοντά στην κλινική, που έγινε ξενοδοχείο. Να, το Κιόσκι ήταν εδώ, εδώ έμενε ο Μίλτης (μίλαγε και με το δάχτυλο σχεδίαζε την περιοχή). Στην άλλη άκρη μέναμε εμείς. Τον θυμάμαι να κατεβαίνει το δρόμο προς το Γυμνάσιο. Κουνούσε κάπως, έτσι, το κεφάλι του ο Μίλτης. Δεν άφηνε πίσω σε γνώσεις κανένα μαθητή του, ήθελε όλοι να καταλαβαίνουν. Δύσκολα χρόνια, ήταν μοναδικός. Τον θυμάμαι που ζωγράφιζε. Αυτή εδώ είναι η γυναίκα του νομάρχη, τη θυμάμαι που ντυνόταν με στολές...»
Έβλεπε, μίλαγε, έβλεπε πάλι, ξαναμίλαγε. Δεν άφησε σκίτσο, ζωγραφιά, φωτογραφία ή κείμενο για το Μίλτη που να μην το φάει με τα μάτια του.
Οι λευκές σελίδες και το μολύβι που είχε φέρει μαζί του γρήγορα βρέθηκαν πάνω στο μικρό τραπέζι και προσπαθούσαν να προλάβουν, να προσγειώσουν όλο αυτό που βίωνε, να το αποτυπώσουν, μην και χαθεί η μοναδική, γεμάτη ζωντάνια εικόνα.
«Η αδελφή μου η Γεωργία. 12 χρόνων τότε. Ήταν όμορφη. Της έφτιαξε το πορτραίτο ο Μίλτης, δεν το έχω δει από τότε!!!»
«Εδώ, υπάρχουν πολλά πορτραίτα, μήπως είναι σε κάποιο από αυτά;»
«Όχι, ήταν σε λάδι. Να υπάρχει κάπου άραγε;»
«Θα... θα ψάξουμε, έχουμε κι άλλα έργα του, κατάφερε να ψελλίσει.»
Έκανε σαν παιδί ο 78χρονος κύριος Γιώργος. Γεμάτος αναμνήσεις· κι έβλεπες στα μάτια του όλους αυτούς που αγάπησαν το Μίλτη. Γέμισε η αίθουσα ξαφνικά, δε χωρούσε άλλος. Ήρθαν όλοι, οι μαθητές και οι φίλοι του απ’ το Γαλάτσι της Ρουμανίας, απ’ την Κομοτηνή, τη Μυτιλήνη, οι σύντροφοί του από την εξορία. Δεν έλειπε κανείς. Τιμή στο Δάσκαλο. Μαζί και η κυρία Ασπασία που του χαμογέλασε, καθώς τον είδε πως τα είχε χάσει με όλο αυτό που βίωνε.
Με ένα μοναδικό τρόπο, ο Μίλτης τού έδειχνε τι σημαίνει εκτίμηση.
64 χρόνια μετά, ο μαθητής του Μίλτη κ. Γιώργος Παπαθανασίου, διάβασε σε εφημερίδα για το τριήμερο αφιέρωμα στο Δάσκαλό του και ήρθε, και του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό όταν έμαθε πως με διαθήκη του άφησε τα υπάρχοντά του στον τόπο του και ζήτησε λογαριασμό για να καταθέσει ο ίδιος και ο αδελφός του για την ανέγερση του Πνευματικού Κέντρου που θα φέρει το όνομά του. «Ό,τι μπορούμε...», είπε.
Τι κρίμα να σε γνωρίζω μόνο από περιγραφές, Μίλτη, σκέφτηκε.
Σ’ ευχαριστώ που έδωσες αξία σε μια βάρδια που έμοιαζε ιδιαίτερα βαρετή.
Όμως, «μικροί» καθώς είμαστε, βοήθησέ μας, να φανούμε άξιοι, πράξη να κάνουμε το όραμά σου! Φάρο, για μιαν άλλη εκδοχή της ζωής.
Το έχουμε τόσο ανάγκη!
Μάνα. Λέσβος. ακούς!
Τάκης Σωτηρχέλλης
08/04/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου