Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ Η ΩΡΑ

Το φεγγάρι ξετρύπωσε απ' τις καστανιές, έγλειψε τις κορφές τους και τις περέχυσε μάλαμα, που καταστάλαξε στις ρίζες τους, κι ύστερα πήρε τα ψηλά τ' ουρανού. Το χωριό λες κι ήταν κουρσεμένο. Δεν αγρικιότανε ψυχή. Που και που ένας σκύλος γαύγιζε και το γαύγισμα έκλωθε το χωριό από σκύλο σε σκύλο. Πέρ' απ' τα βουνά άρχιζε τον χαβά του ένας γάιδαρος, τον έπαιρνε άλλος κι άλλος, ώσπου ξεμάκραινε πέρ' απ' τα σύνορα του χωριού, ως την άκρια της γης. 'Ενα χλιό αγέρι ανέβαινε, ανάσα από τα σωθικά της νύχτας, σα στεναγμός μιας κοπελιάς που νυπνοπαλεύει και συλλογιέται τον καλό της. Σα λάλησε ο πετεινός, μια σκιά δρασκελούσε πεταχτά το καλντερίμι. Πήρε τοίχο - τοίχο τα σοκάκια και καταστάλαξε κάτου απ' ένα παραθύρι, χωμένο μες τις κληματαριές και τις γλάστρες. Έριξε το πετράδι και τα παραθυρόφυλλα μισάνοιξαν. Από μέσα η Μελαχρινή, με καρδιοχτύπι έσκυψε κι είδε το Γρηγόρη. Καθώς τρύπωνε από τα κληματόφυλλα το φως του φεγγαριού και τον έλουζε, απόμεινε άπραγη να τον καμαρώνει και να μη χορταίνει την ομορφιά του. Λευκάρι λυγερό που λαχταρούσε να τυλιχτεί απάνω του, σαν τον κισσό, να ρουφάει τη δροσιά.
Της έγνεψε κι έριξε η Μελαχρινή το μπογαλάκι της. Στο πέσιμό του συνεπήρε κι ένα κλωνί γαρουφαλιάς με δυό κνικάτα γαρούφαλα και δυό κληματόφυλλα.
---Τώρα κατεβαίνω είπε εκείνη ψυθιριστά και σφάληξε το παραθύρι.
Μύριζε τώρα ο Γρηγόρης τα γαρούφαλα και καρτερούσε να κατεβεί η αγάπη του να φύγουν, να τελειώσουν πια τα βάσανα, οι πίκρες, τα καταλόγια. Όλα περνούσαν τώρα απ΄τον λογισμό του. Οι γονοί της που δε στέργανε, τα πικρόλογα και τα ψεγαδιάσματα, τα χρόνια πούφαγε στην αγάπη της και το σούσουρο που θα γενεί μέσα στο χωριό πως κλεφτήκανε, κι άλλα, κι άλλα.
Πάνω στην ώρα ακούστηκε το τραγούδι :
Πείσμα το πείσμα καταλεί
κι ο σάρακας τα ξύλα
και το δικό σου το φιλί
φονιά με κάνει σκύλα...
Ο Γρηγόρης γίνηκε ένα με τον τοίχο. Ήτανε ο Βασίλης, ο Κοκώνας,τάπα στο μεθύσι. Πήγαινε στο σπίτι του που το χώριζε ένας τοίχος από της Μελαχρινής. Χτύπησε την πόρτα και πάτησε τις βλαστήμιες,
---Άνοιξε, μωρή παλιόσκροφα,θα ανοίζω το μνημούρι σου, Κόλασης γέννημα !
Η πόρτα παράνοιξε.
---Σώπα για το Θεό ! Σα δε λυπάσαι εμένα λυπήσου τα μωρά σου. Καίγεται πάλι το Μ΄χαλέλ', στον πυρετό. Ώχου...Αγγελοσκιασμένο, με την ψυχούλα στα χειλάκια του, τόχω στην αγκαλιά μου.
Ο Βασίλης ήρτε στα σύγκαλά του, σαν είδε απ΄τη μισάνοιχτη πόρτα το παιδί του που τόλουζε το φεγγάρι και το χλώμιαζε πιότερο. Είδε τα ματάκια του που βασίλευαν και δυο αυλάκια κατέβασαν τα δάκρυα ως τα μουστάκια του. Το πήρε μεσ΄την αγκαλιά του κι έσταξε τ΄αχείλι του τον καλό τον λόγο.
---Κακότυχη Λεμονιά...πάντα πικραμένο χείλι θε νάχεις. Το ριζικό σου τόχει. Συμπάθαμε,... το μεθύσι...και κλειστήκανε μέσ΄στο χαμόσπιτο.
Η πόρτα η διπλανή τώρα έτριξε και ξεπρόβαλε λαφρά 'λαφρά η Μελαχρινή.
---Έτοιμη αγάπη μου. Στα χέρια σου παραδίνουμαι.
---ΣΣςςςςςς!!Σώπα Μελαχρινή...
Κι ήρτε στ΄αυτιά τους καθάριος της μωρομάνας ο θρήνος.
---Μωρό μου, παρηγοριά μου ! Φεύγεις και μ΄αφήνεις να πίνω τα φαρμάκια και τον καημό σου !
Αναστέναξε ο Γρηγόρης, κοίταξε πονεμένα τη Μελαχρινή και της είπε :
---Δεν είναι σωστό απόψε.
Κλώνος κόπηκε απ΄την καρδιά της. Και σα χωρίσανε, θες απ΄τον θρήνο της χαροκαμένης μάνας, θες απ' τον καημό της, κάθησε στο παραθύρι κι έκλαψε τα πύρινά της.
Με την αύριο πήρε χαμπάρι η γειτονιά, κι οι γειτόνισες πήγαν τις "παρηγοριές". Η μάνα της Μελεχρινής έβρασε το πρεπούμενο κι ύστερα πήγε να βάλει το μουντόχρωμο φουστάνι της.
---Αχ! παλιοκοπελούδι ! Άνω κάτω τόχεις το σεντούκι. Δε σου είπα να μη σκαλίζεις τα πράματά μου;
Ντυνόταν και βλαστήμαγε, ύστερα πήγε κι έκοψε τα γαρούφαλα για το λείψανο.
---Μητέρα μην τα κόβεις να χαρείς κι έχουν τον τόπο τους.
---Άιντε μωρή κι οι γαρουφαλιές έχουν μπουμπούκια για το γυμνοπούλι που έχεις στο νου σου. Μα τι να πω Θεέ μου!
Μακάρι να τα κόψω να τον νεκροστολίσω.
---Μήτε εσύ, μήτε ο λόγος σου.
---Την κακή σου μέρα και την ψυχρή, παλιοσκροφίτσα.
Κι έφυγε να πάει να κάνει το χρέος της.



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου