Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου επαναστατικός πυρετός διακατέχει την Ευρώπη, κυρίως ενάντια στην ανθρώπινη εκμετάλλευση και τη μοναρχία. Η Γαλλική Επανάσταση (1789) άναψε φωτιά στις ανθρώπινες καρδιές και έδωσε το έναυσμα για τον ξεσηκωμό στην Ισπανία, τηνΙταλία και την Ελλάδα. Με κεντρικό σύνθημα το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», οι Γάλλοι ξεσηκώθηκαν. Στην Ελλάδα το βάρος της προετοιμασίας της επανάστασης αναλαμβάνει η Εταιρεία των Φιλικών, πιο γνωστή ως Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, το Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ. Τέταρτο μέλος της, μυήθηκε ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη. Επίσης από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (κατά ορισμένες πηγές ήταν συνιδρυτής). Στόχος της ήταν η προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Η Φιλική Εταιρεία οργανώθηκε με μεγάλη μυστικότητα. Οι Φιλικοί μυούνταν στην Εταιρεία με μυστικό όρκο και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις.
Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία. Αντίθετα, ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών σε ιδεολογικό και οικονομικό επίπεδο.Οι διεργασίες αυτές αντικατοπτρίζονται στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 1750-1821 που φιλοδοξούσε να προετοιμάσει το έδαφος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Στα πλαίσιά του φωτεινές μορφές θα επιχειρήσουν να μεταλαμπαδεύσουν στο υπόλοιπο γένος τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και να το μορφώσουν, προκειμένου να ξεσηκωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά του. Έτσι, κόντρα στο κατεστημένο -τους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες κλπ. - εμφανίζονται κυρίως οι διανοούμενοι και οι έμποροι των κέντρων του παροικιακού ελληνισμού, τους οποίους θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως διαμορφούμενη αστική τάξη.
Ο αέρας ελευθερίας που είχε ξεσηκωθεί στην Ευρώπη διέπνεε κάθε πρωτοποριακό πνεύμα και τότε ήταν που ο Ρήγας Φεραίος οραματιζόταν τη «Βαλκανική Ομοσπονδία», την ειρηνική συνύπαρξη όλων των Βαλκάνιων λαών. Η παράδοσή του στους Τούρκους, όσο και να πλήγωσε κάθε σκεπτόμενο Έλληνα, ταυτόχρονα χαλύβδωσε τη θέληση για λευτεριά και άνοιξε τα μονοπάτια για τη Φιλική Εταιρεία.
Το 1809 ιδρύεται στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον από τον Θεσσαλονικέα λόγιο Γρηγόριο Ζαλύκη, ενώ ανάμεσα στα μέλη του είναι και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, μετέπειτα ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συγκροτείται τυπικά ως εταιρεία μελέτης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, στην ουσία όμως σκοπός είναι η απελευθέρωση της Ελλάδας και προς αυτήν την κατεύθυνση γίνονται όλες οι κινήσεις. Για την παράνομη δράση της η οργάνωση υιοθετεί τους κανόνες των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων, ενώ τα μέλη της δεσμεύονται με όρκο και φέρουν ως αναγνωριστικό ένα χρυσό δακτυλίδι με τα αρχικά Φ.Ε.Δ.Α. (Φιλικός Ελληνικός Δεσμός Άλυτος). Από το 1815, όμως, άρχισε να παρακμάζει, καθώς η συντριβή του Ναπολέοντα έσβησε όποια όνειρα είχαν να τους βοηθήσει. Μια δεύτερη προσπάθεια ξεκίνησε στην Αθήνα, με την έμμεση υποστήριξη της Αγγλίας, το 1813. Ιδρύθηκε τότε η «Φιλόμουσος Εταιρεία», με κεντρικό σκοπό την καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος των νέων, την έκδοση βιβλίων, τη βοήθεια φτωχών σπουδαστών κ.λπ. Μόνο που αυτή η οργάνωση ποτέ δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα, καθώς κινείτο σε κύκλους λογίων και διπλωματών.
Ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας
Στα πλαίσια του διακαούς πόθου για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και με σαφή την επίδραση των μυστικών εταιρειών της Ευρώπης, συναντιούνται το 1814 στην Οδησσό τρεις Έλληνες και αποφασίζουν τη σύσταση μιας αυστηρά συνωμοτικής οργάνωσης, η οποία θα προετοίμαζε τον ξεσηκωμό όλων των Ελλήνων. Πρόκειται για τονΝικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο και τονΑθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα . Και οι τρεις έχουν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού. Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Λευκάδας («Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών», της Αγίας Μαύρας), ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου.
Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας είναι η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος. Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά» του: ..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».
Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814-1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις. Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια.
Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτηςΠαλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.
Η όλη διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα απεκαλείτο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις. Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας.
Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία απεκαλείτο «Ναός» και είχε τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς[4] και δ) οι ποιμένες. Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί.
Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό—κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.
«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».
Όταν γινόταν αυτό, τότε ο κατηχητής πλησίαζε τον υποψήφιο στον ιερέα και τον ρωτούσε:
«Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;»
«Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απαντούσε ο υποψήφιος. Την ίδια περίπου ερώτηση, έκανε και ο κληρικός και αφού έπαιρνε καταφατική απάντηση, τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο, δίχως να γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης».
Από εκεί και μετά ο μυούμενος θεωρείτο νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας, ήταν δηλαδή Βλάμης, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο Φιλικός με το βαθμό του Ιερέα είχε αμέσως την υποχρέωση να του δείξει όλα τα σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των Βλάμηδων. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πασχίζει για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριελάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα. Κάτι τέτοιο διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών αφενός και αφετέρου για να γίνεται ευκολότερα ο προσηλυτισμός.
Οι ιερείς και οι ποιμένες
Από τη μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων. Προηγείτο λεπτομερής παρακολούθηση του χαρακτήρα τους και δοκιμαζόταν ο βαθμός αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Όποιος κρινόταν ώριμος να προχωρήσει στο βαθμό του Ιερέα, τον αναλάμβανε ο μυητής. Kατ' αρχάς διεξαγόταν ένας σημαντικός διάλογος ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυητής του έθετε καίριες ερωτήσεις για τη σχέση του με τη Φιλική Εταιρεία, για το ότι μπορούσε να χάσει και τη ζωή του για τα ιδεώδη της, για το πόσο αισθανόταν έτοιμος και ικανός να προχωρήσει. Εάν οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, του ανακοίνωνε ότι επρόκειτο να περάσει στη βαθμίδα των Ιερέων και χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη νύχτα.
Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί που του είχε ζητηθεί από πριν και πήγαιναν σ' ένα ασφαλές σπίτι.[4] Εκεί ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβαν το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά:
«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς.. Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!»
«Το εστοχάστηκα και στέργω», έπρεπε να είναι η απάντηση που αναμενόταν από τον υποψήφιο και εάν την έδινε, τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία.
Αμέσως μετά ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σε αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε το «τον μεγάλο όρκο" και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής. Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα:
«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ' αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».[4]
Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη τη στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Την επόμενη μέρα του δείχνονταν τα σημάδια αναγνώρισης. Την τρίτη ημέρα έπρεπε να αποστηθίσει τον μυστικό κώδικα της οργάνωσης, ενώ την τέταρτη μέρα απαντούσε σε ένα προκαθορισμένο ερωτηματολόγιο. Τέλος, ο νέος Ιερέας συνεισέφερε ένα χρηματικό ποσό για τους σκοπούς της οργάνωσης, που συνοδευόταν από ένα γράμμα, το οποίο στη συνθηματική γλώσσα απεκαλείτο αφιερωτικό. Σε αυτό το γράμμα ο μυητής χάραζε στην κορυφή το δικό του μυστικό σήμα αφιέρωσης και δίπλα το μυστικό σήμα καθιέρωσης του Ιερέα, που στο εξής αποτελούσε τη συμβολική του υπογραφή. Παραδινόταν, επίσης, στον Ιερέα ένα γράμμα που πάντα είχε μαζί του και στη μυστική γλώσσα των Φιλικών ονομαζόταν γράμμα υπεροχής. Όταν ένας Ιερέας συναντούσε κάποιον Συστημένο και έκαναν τα σημεία αναγνώρισης, ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να δείξει το συστατικό του γράμμα εάν το ζητούσε ο πρώτος, αρκεί αυτός να έδειχνε από μακριά το γράμμα υπεροχής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η πυραμιδοειδής δομή ήταν που διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη τη Φιλική Εταιρεία.
Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι δεν πρόκειται για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους. Συνέτασσαν και αυτοί ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο χαράσσονταν διαφορετικά σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και το γράμμα που έφεραν μαζί τους. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.
Η πορεία προς την εξέγερση
To 1818 η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο θάνατος του Σκουφά ήταν σοβαρή απώλεια. Με αφορμή αυτό το γεγονός και με δεδομένη τη ραγδαία εξάπλωσή της, οι υπόλοιποι από τους ιδρυτές επιχείρησαν να βρουν μια μεγάλη προσωπικότητα να αναλάβει τα ηνία, θέλοντας να της προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη. Στις αρχές του 1818 έγινε μια συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά αργότερα έγραψε πως θεωρούσε ότι οι Φιλικοί ήταν υπαίτιοι για τον όλεθρο που προμηνυόταν στην Ελλάδα. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Το σχέδιο ήταν αρχικά να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία. Παράλληλα να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Μετά από διάφορες διχογνωμίες και αφού κάποια από τα σχέδια έχουν ήδη προδοθεί, η επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στοΙάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φλεβάρη κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»,[5] στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι νέοι. Όμως η Ρωσία δεν έρχεται ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο αφορίζει επισήμως στις 23 Μάρτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:
«[...] θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον... να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας... και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος [...]».
Μπορεί η μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα και να υπερκεραστούν οι αντιρρήσεις των προκρίτων. Αυτή ήταν η αρχή του υπεράνθρωπου αγώνα που μετά από χρόνια σκληρών μαχών ανάγκασε τους «Συμμάχους» να στρέψουν τα μάτια προς την Ελλάδα και να έρθει η απελευθέρωση. Η Φιλική Εταιρεία για περίπου επτά χρόνια αντιπάλεψε την ηττοπάθεια, οργάνωσε τις μάζες, συγκέντρωσε χρήματα και προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα. Η ύπαρξη και η δράση της συνιστούν μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία μας. Αποδεικνύει ότι πολλές φορές το φαινομενικά ουτοπικό και αδύνατο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα δεν αντιστρατεύεται πάντα τo όραμα και το όραμα μπορεί κάλλιστα να την υπερκεράσει.
Αναγνωστόπουλος - Ξάνθος
Η διαμάχη μεταξύ Αναγνωστόπουλου - Ξάνθου ξέσπασε με αφορμή την έκδοση του Φιλήμονος Δοκίμιον ιστορικό. Περί Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτό αμφισβητήτο όχι μόνο η αρχαιότητα του Ξάνθου αλλά και η τιμή του. Συγκεκριμένα ο Φιλήμων, βασισμένος σε προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, ισχυριζόταν ότι τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν οι Σκουφάς, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλος. Παράλληλα κατηγορούσε, και πάλι με βάση τα λεγόμενα του Αναγνωστόπουλου, τον Ξάνθο για οικονομικές ατασθαλίες.
Ο Ξάνθος προκειμένου να απαντήσει εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και με άρθρο του σε εφημερίδα απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς. Ο Φιλήμων με άρθρο του στην εφημερίδα Αιών και προσπαθώντας να αποκαταστήσει τον Ξάνθο, παραδέχεται ότι τον αδίκησε. Μετά την δημοσίευση του άρθρου ο Αναγνωστόπουλος παρέδωσε στον Φιλήμονα ένα τετράδιο με τίτλο "Γενικαί παρατηρήσεις" (1839) προκειμένου να το δημοσιεύσει. Ο Φιλήμων όμως δεν το δημοσίευσε για να μην δώσει συνέχεια στην διαμάχη. Ο Αναγνωστόπουλος παράλληλα έδωσε στην δημοσιότητα δύο επιστολές, μια της γυναίκας του Ξάνθου και μια του Τσακάλωφ που αμφισβητούσαν την συνεισφορά του Ξάνθου στην Φιλική Εταιρεία. Εντύπωση επίσης προκαλεί η στάση του Τσακάλωφ και του Σέκερη, οι οποίοι αν και γνώριζαν για την διαμάχη που είχε ξεσπάσει δεν επενέβησαν για να αποκαταστήσουν την όποια αλήθεια προτιμώντας την σιωπή.
Το γεγονός ότι ο Ξάνθος είχε ως ψευδώνυμο το Α.Δ. και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος το Α.Ι συγκλίνει στο γεγονός ότι ο Ξάνθος είχε μυηθεί πρώτος από τον Αναγνωστόπουλο. Το Α.Α. ήταν κενό για αυτόν που θα αναλάμβανε την αρχηγία της οργάνωσης, το Α.Β. ήταν στονΤσακάλωφ και το Α.Γ. στον Σκουφά. Ερωτήματα όμως προκαλεί η αντικατάστασή του Ξάνθου με τον Γαλάτη και αυτό γιατί μερικά χρόνια αργότερα ο Νικόλαος Γαλάτης εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά Α.Δ. που θεωρητικά ανήκαν στον Ξάνθο, ενώ ο Εμμανουήλ Ξάνθος με το Α.Θ. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτό εξηγείται αφού ο τελευταίος για τέσσερα χρόνια είχε εξαφανιστεί. Η απουσία του προφανώς συνέβαλε στην αντικατάστασή του. Δεν μπορεί όμως να εξηγηθεί η αναφορά που υπέβαλε προς την εθνοσυνέλευση ο ίδιος ο Ξάνθος το 1843 στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ως ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, εκτός από τον εαυτό του και τους Τσακάλωφ, Σκουφά και Αναγνωστόπουλο.
Σήμερα οι ιστορικοί θεωρούν ως πιθανότερη στην ιδρυτική ομάδα την συμμετοχή του Εμμανουήλ Ξάνθου και λιγότερο αυτή του Αναγνωστόπουλου. Παρ' ολα αυτά η έλλειψη αξιόπιστων πηγών και σοβαρών ερευνών για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας συντηρεί την διαμάχη μεταξύ ερευνητών.
Δολοφονία Γαλάτη
Η δολοφονία του Γαλάτη από πολλούς ιστορικούς προβλήθηκε ως αναγκαία για την επιβίωση της οργάνωσης. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα όμως απέδειξε ότι ο Γαλάτης όχι μόνο δεν ήταν επικίνδυνος αλλά ως τότε είχε συνεισφέρει τα μέγιστα για την επιτυχία του σκοπού καθώς αυτός ήταν που είχε μυήσει τα σημαντικότερα και περισσότερα μέλη στην Φιλική Εταιρεία. Η φιλοδοξία του όμως να ανέλθει στην ηγεσία της οργάνωσης αλλά και οι εκβιασμοί, που φέρεται να έκανε, προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδια του τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τα ηγετικά μέλη της Φιλικής. Αποτέλεσμα ήταν να τον δολοφονήσουν. Για να καλυφθεί φαίνεται ο πραγματικός λόγος της δολοφονίας του, κατασκευάστηκε ο θρύλος της προδοσίας.Η δολοφονία του Νικολάου Γαλάτη αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας. Ο Νικόλαος Γαλάτης που ήταν από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν στην οργάνωση θεωρήθηκε από την ηγεσία της Φιλικής ως επικίνδυνος και ανεπιθύμητος καθώς υπήρχε ο φόβος ότι θα πρόδιδε τα μυστικά στους Τούρκους. Έτσι οι Αθανάσιος Τσακάλωφ, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και Δημητρόπουλος επινόησαν επιχείρηση στην Πελοπόννησο. Στα παράλια της Ερμιόνης ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε δύο φορές τον Γαλάτη, ο οποίος μάλιστα στον πρώτο πυροβολισμό προσπάθησε να μαχαιρώσει τον Δημητρόπουλο με το σπαθί του δεχόμενος βέβαια αμέσως και δεύτερη σφαίρα. Καθώς πέθαινε απευθυνόμενος στο δολοφόνο του είπε: «Αχ. Μ' εφάγατε. Τι σας έκαμα;» Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά ξεψύχησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου