Καρσί στ' ς κουλώνις τώρα
τού στήσαν τού παζάρ΄.
Ό,τ΄ έχιν π΄ λούν ί κόσμους
για μιά χουφτούδα στάρ΄ ........
Προίκις, χράμια, καρπιτέλια
τσί καρέγκλις τσί σκαμνέλια.
Η χήρα η Θειά΄ μ' γί Ασμούδα
ό,τ΄ είχι μές στού σπίτ΄
τά πούλισι λίγα – λίγα
σ΄ έναν μαυραγουρίτ΄,
Κουσταντ΄ νάτα, τσί μπακίρια
κουταλάκια τσί πουτήρια.
Παίρν΄ στά στιρνά τού κονίσμα τσ'
απί τού κουνουστάσ',
τού χών΄ βαθιά στον κόρφου τσ'
του φέρν΄ στουν Ανιστάσ΄.
-Δε μη λες κυρ Αναστάσ΄
πόσα αρβύθια Ι Ξ΄στός θα πιάσ';
Ι γι Ανιστάγ΄ς είν΄ θρήσκους
τού κόνισμα δεν πιάν΄.
Δίν΄ ωμούς για τ΄ βιργέτα τσ΄
αρβύθια ένα γαβάν'.
- Όχ(ι)΄ τ΄ βιργέτα μ΄, τσείνι τουν λέγ΄
τσι παρακαλεί τσί κλαίγ΄ .
Κλαίς, γιατί ε΄ νοιώθ΄ς, ώ θειούδα μ΄
ως λίγο ακόμα αν π΄νάγ΄ς,
θέλ΄ς δεν θέλ΄ς, τ΄ βιργέτα σ΄
θα στ΄ν πάρ΄ ί γι Ανιστάγ΄ς.
Τσί θα τ΄ν κάνιτι παζάρ΄
για μ΄ αρβύθια, για μί στάρ΄.
Η χήρα η θειά μ΄ γι Ασμούδα
του δρόμου παίρν΄ κλιαμέν΄
φέρν΄ του Χριστό σ' τσ κουλώνις
τουν στήν(ει)΄ τσί πιριμέν΄.
Μι του ζόρ΄ βαστά του κλιάμα
τς΄ ούλου πιριμέν΄ του θάμα.
Στς κουλώνις τ΄ βρίσκ΄ η νύχτα
τσί πιάνι να τα μπιρδεύγ΄.
Αφίν΄ του Ξ΄στό στουν τοίχου
τσί σκώνιτι τσί φεύγ΄.
Ι Κόσμους γύρου αλαλιασμένους
τσ΄ ένας Ξ΄στός που βλέπ΄ σαστ΄σμένους.
Γραμμένο για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής.
τού στήσαν τού παζάρ΄.
Ό,τ΄ έχιν π΄ λούν ί κόσμους
για μιά χουφτούδα στάρ΄ ........
Προίκις, χράμια, καρπιτέλια
τσί καρέγκλις τσί σκαμνέλια.
Η χήρα η Θειά΄ μ' γί Ασμούδα
ό,τ΄ είχι μές στού σπίτ΄
τά πούλισι λίγα – λίγα
σ΄ έναν μαυραγουρίτ΄,
Κουσταντ΄ νάτα, τσί μπακίρια
κουταλάκια τσί πουτήρια.
Παίρν΄ στά στιρνά τού κονίσμα τσ'
απί τού κουνουστάσ',
τού χών΄ βαθιά στον κόρφου τσ'
του φέρν΄ στουν Ανιστάσ΄.
-Δε μη λες κυρ Αναστάσ΄
πόσα αρβύθια Ι Ξ΄στός θα πιάσ';
Ι γι Ανιστάγ΄ς είν΄ θρήσκους
τού κόνισμα δεν πιάν΄.
Δίν΄ ωμούς για τ΄ βιργέτα τσ΄
αρβύθια ένα γαβάν'.
- Όχ(ι)΄ τ΄ βιργέτα μ΄, τσείνι τουν λέγ΄
τσι παρακαλεί τσί κλαίγ΄ .
Κλαίς, γιατί ε΄ νοιώθ΄ς, ώ θειούδα μ΄
ως λίγο ακόμα αν π΄νάγ΄ς,
θέλ΄ς δεν θέλ΄ς, τ΄ βιργέτα σ΄
θα στ΄ν πάρ΄ ί γι Ανιστάγ΄ς.
Τσί θα τ΄ν κάνιτι παζάρ΄
για μ΄ αρβύθια, για μί στάρ΄.
Η χήρα η θειά μ΄ γι Ασμούδα
του δρόμου παίρν΄ κλιαμέν΄
φέρν΄ του Χριστό σ' τσ κουλώνις
τουν στήν(ει)΄ τσί πιριμέν΄.
Μι του ζόρ΄ βαστά του κλιάμα
τς΄ ούλου πιριμέν΄ του θάμα.
Στς κουλώνις τ΄ βρίσκ΄ η νύχτα
τσί πιάνι να τα μπιρδεύγ΄.
Αφίν΄ του Ξ΄στό στουν τοίχου
τσί σκώνιτι τσί φεύγ΄.
Ι Κόσμους γύρου αλαλιασμένους
τσ΄ ένας Ξ΄στός που βλέπ΄ σαστ΄σμένους.
Γραμμένο για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου