Βάδια (τα) = καρύδια απ' τα οποία έχει αφαιρεθεί μόνο του ή με μαχαίρι το πράσινο φλούδι που τα περιβάλλει και το οποίο αφαιρείται εύκολα, όταν είναι ώριμο το καρύδι. Τα με πράσινο φλούδι καρύδια τα λένε < βόλους >. Η λ. (το) βάδι είναι παράγωγο του ρ. βαδίζω και σημαίνει κάτι που προχωρεί, είναι εύκολο στην αποφλοίωση. Το ρ. βαδίζω χρησιμοποιείται στην Αγιάσο με τη σημασία του:
- α) περπατώ
- β) αφαιρώ το φλούδι των καρυδιών και
- γ) με σεξουαλική έννοια, φρ. < τούτ' βαδίζ' εύκουλα > (= παραδίνεται σεξουαλικά εύκολα, όπως το καρύδι το ώριμο, που σου δίνει εύκολα τον καρπό του με την αποφλοίωση), [βαδίζω > βάδι]
Βαζγιστίζου ρ.= κουράζομαι πολύ, αγανακτώ, βαριέμαι. Φρ. < βαζγέστσα να σ' απαντέχου τσι γι' αυτό θύμουσα τσι έφ'γα >. [απ' τον αόρ. vazgestim του τουρκ. vazgecmek (= παραιτούμαι από κόπωση)].
Βαθρακουτσοίλ'ς (ο) = αυτός που η κοιλιά του είναι φουσκωμένη σαν του βατράχου, ο κοιλαράς [βάτραχος + κοιλιά (με τσιτακισμό κ > τσ)
Βακέτα (η) = κατεργασμένο δέρμα δαμαλιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή χοντρών παπουτσιών, καπιστριών κ.α.π. Μεταφ. άξεστος (για άντρα), δίχως θηλυκότητα, γριά (για γυναίκα). Φρ. < για δε μια παλιουβακέτα, που πιρνά >. [ιταλ. vacca (= αγελάδα) υποκορ. του οποίου είναι η < vacchetta] (= δαμάλι).
Βαλάδ' (το) = κουρέλι, παιδικές κούκλες καμωμένες από κουρέλια. Αγνώστου ετύμου.
Βαλαν' και βαλανίδ' (το):
Βαθρακουτσοίλ'ς (ο) = αυτός που η κοιλιά του είναι φουσκωμένη σαν του βατράχου, ο κοιλαράς [βάτραχος + κοιλιά (με τσιτακισμό κ > τσ)
Βακέτα (η) = κατεργασμένο δέρμα δαμαλιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή χοντρών παπουτσιών, καπιστριών κ.α.π. Μεταφ. άξεστος (για άντρα), δίχως θηλυκότητα, γριά (για γυναίκα). Φρ. < για δε μια παλιουβακέτα, που πιρνά >. [ιταλ. vacca (= αγελάδα) υποκορ. του οποίου είναι η < vacchetta] (= δαμάλι).
Βαλάδ' (το) = κουρέλι, παιδικές κούκλες καμωμένες από κουρέλια. Αγνώστου ετύμου.
Βαλαν' και βαλανίδ' (το):
- 1) καρπός της βαλανιδιάς που χρησιμοποιείται για τροφή των ζώων και παλιότερα στη δέψη των δερμάτων.
- 2) η κεφαλή του πέους [αρχ. (η) βάλανος, υποκορ. βαλανίδ ιόν].
- 3) τα αγριοκάστανα τα λένε βαλάνια οι Αγιασώτες, όπως και οι αρχαίοι < Διός βάλανος > = το κάστανο (Λεξ. Δ. Δημητράκου).
Βαλάνους (ο) = καστανόφυτη περιοχή Αγιάσου προς τα δεξιά της < Παναγιούδας > που βρίσκεται κοντά στο Σανατόριο. Πριν μετατραπεί σε καστανιώνα αφθονούσαν οι βαλανιδιές στην περιοχή, εξού και το όνομα της. Η Αγιάσος υδρεύεται εν μέρει απ' τα νερά του βαλάνου, [αρχ. βάλανος]
Βάλσαμου και μπάλσαμο (το) = αρωματική ρητίνη με φαρμακευτικές ιδιότητες, που εκκρίνεται από διάφορα φυτά. Κάθε τι που ανακουφίζει την ψυχή και τις αισθήσεις. Παρ. < απί βλαττί παρακουπή τσι απί βάλσαμου ρίζα > (= ο άνθρωπος που θα κάνεις φίλο ή σύζυγο, φρόντισε να είναι από μυρισμένο σόι, όπως το βάλσαμο) βλ. Δ' τόμο παροιμιών σελ. 22 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη. [μεταγν. βάλσαμον < αρχ. βάλσαμον].
Βαντές (ο) = υπόσχεση με προθεσμία. Απαντάται στα συμβόλαια επί τουρκοκρατίας < και περάσοντας ο διορισμένος βαντές τότενες να τρέχει το διάφορο > Λεξ. Αθ. Φλώρου. Φρ. < ρώτ'σα του γαμπρό πότι θα γίν' γιου γάμους τσι μ' δώτσι μακρύ βαντέ > (= μεγάλη προθεσμία), [τουρκ. vantes]
Βαρακώνου και Φαρακώνου ρ. = στολίζω, μιλώ σε κάποιον γλυκά και δουλόπρεπα, κολακεύω, καλοπιάνω. Φρ.< Βαράκουνι, γιε μ', του βουληυτή, να σι τρυπώσ' πούβιτα > (= διορίσει), [βαράκι (= χρυσόχαρτο) + ώνω (κατάλ.) > βαρακώνω (τουρκ. varak ) (= φύλλο βιβλίου ή χρυσού)] Η λ. είναι αντιδάνειο της μεταγν. ελλ. λ. βάραξ (= είδος πλακούντος). Με το βαράκι στολίζουν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τις μπουκάλες με ούζο που στέλνει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα, καθώς και το νεογέννητο, για να 'ναι τυχερό στη ζωή.
Βαρδάρ'(ι) (το) = εξάρτημα του νερόμυλου, που κάνει θόρυβο, εξού και η παρ. φρ. που λέγεται στην Αγιάσο < θα παίξιν τα βαρδάρια >, στις περιπτώσεις που θέλουμε να δηλώσουμε, ότι σύντομα θα μαθευτεί κάτι το δυσάρεστο για κάποιον. Τα βαρδάρια είναι ξύλα κάτω απ' την κοφνίδα του μύλου, τα οποία συνεχώς σαλευόμενα κάνουν θόρυβο, αλλά και ρυθμίζουν την πτώση του σιταριού στην πέτρα του μύλου για να γίνει αλεύρι. Αγνώστου ετύμου. Ίσως να έχουμε ηχοποίητη λ. ή απ' το βενέτ. επιφών. varda (= παραμέρισε).
Βαρόστ'χους επίθ. = άνθρωπος που σε διαθέτει δυσμενώς με τη συμπεριφορά του, αλλά και την παρουσία του, αντιπαθητικός, απαιτητικός και που δεν συμφωνεί με τους άλλους, [βαρύ + στοιχειό (= αγαθοποιό ή και κακοποιό πνεύμα, φάντασμα, ψυχή)]. Στην Αγιάσο ακούγεται το λαφρόστ'χους που έχει αντίθετη έννοια (= άνθρωπος ανεκτός στην παρέα, ευχάριστος, που εύκολα αλλάζει γνώμη).
Βαρουπατώ ρ. = πατώ βαριά. Στην Αγιάσο χρησιμοποιείται το ρ. με τη σημασία του στεναχωρώ, στην περίπτωση που ο γαμπρός καταπιέζει τον πενθερό ζητώντας μεγάλη προίκα ή μετρητά, που ξεπερνούν τις δυνατότητες του πενθερού. Φρ. < γιου γαμπρός βαρουπάτσι του μπάρμπα Γιάνν' τσι κόντιψι να παλαβουθεί >. [βαρύς + πατώ].
Βαρταλαλιώ ρ. = λογοθορυβώ. Λέγεται για κείνον που μιλά συνεχώς μόνος του για κάποιο πρόβλημα του, ενοχλώντας τους άλλους. Φρ. < πανί παραπέρα τσι βαρταλάλει τσι άσι μας ήσυχους >. [α' συνθετικό το (αγνώστου ετύμου) βάρτα + λαλώ (= ομιλώ).Ίσως το < βάρτα > να σχετίζεται με το όνομα του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου, ο οποίος τραύλιζε εξού και το ηχοποίητο ρ. βατταρίζω (= τραυλίζω), ή με το βαρδάρι (βλ. λ.)]
Βαρταλαμίδ' (το) = οι δύο θήκες που βρίσκονται εντός του σεντουκιού (= κασέλα) απ' τη μία και απ' την άλλη στενή πλευρά. Κάθε μία έχει και το δικό της καπάκι. Σ' αυτά τοποθετούν τα χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα, [παραθαλαμίδ > βαρταλαμίδ' (με τροπή του π στο αντίστοιχο χειλικό β και του θ σε τ, όπως και στο ολόρθος > ολόρτος)]
Βαρυμέν' επίθ. = η γυναίκα που κοντεύει να γεννήσει. Φρ. < αντάμουσα του Μαριγώ τσι τ'ν είδα πουλύ βαρύ μεν' (= σηκώνει μεγάλο βάρος), [βαρύνομαι < βαρύς]
Βασταγαριά (η) (νάρθηκας) = διπλό κομμάτι από πανί, το οποίο συγκρατεί ένα σπασμένο και στο γύψο τοποθετημένο χέρι και κρεμασμένο απ' το λαιμό. (ο) βασταγός (= γάιδαρος) (η) βασταγαριά [μεσν. (το) βαστάγιν, υποκορ. του μεταγν. βασταγή < αρχ. βαστάζω) + αριά (κατάλ.)]
Βατσίδ (το) = το βαθύ πράσινο χρώμα. Η λ. ακούγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε, πως τα φύλλα ενός δέντρου ή ο καρπός είναι καταπράσινα ή άγουρος. Φρ. < τα λιόδεντρα φέτους, που έκανι πουλλά νιρά, είνι βατσίδ > (= καταπράσινα). Φρ. < τα αχλάδια είνι βατσίδια ακόμα > (= άγουρα). [Η λ. σχετίζεται ίσως με το βάτο (θάμνος αγκαθωτός) του οποίου τα φύλλα είναι καταπράσινα, όταν βρίσκεται κοντά σε νερά. [βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ.) > βατίδι > βατσίδ' ( τσιτακισμός)]
Βατσίν (η) = λιόφυτη περιοχή Αγιάσου που βρίσκεται στη διακλάδωση του αμαξιτόδρομου (Αγιάσος - Ασώματος), [βάτος < βατίδι > βατσίν] βλ. σελ. 161 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Βατσνιά (η) = μεγάλος βάτος ή συστάδα βάτων, [η λ. απ' το μεσν. βάτσινον (= ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο). < μεταγν. βάτινον (= ουδέτ. του επιθ. βάτινος < βάτος με την ανάπτυξη ενός σ) και το θηλ. (η) βατινιά > βατσ'νιά (με τσιτακισμό)]
Βαχ επιφων. = κρίμα, [τουρκ. vah].
Βέλου (το) = το βέλο. Γυναικεία καλύπτρα του προσώπου από διάφανο ύφασμα. Φρ. < του Λινιώ ίβαλι του βέλου τ'ς τσι κατ'φουρίζ' για τ'ν ακκλησιά>. [ιταλ. velo].
Βέστ (το) = κλέφτης. Απ' το σύνθετο < κλιφτουβέστ > που ακούγεται στην Αγιάσο, συνάγεται ότι πρόκειται μάλλον για πρόσωπο που ήταν δεινός κλέφτης ονόματι Βεστ.
Βέτσος (ο) λ. της δημοτικής = ο θυμός, οργή. [Ισως η λ. να σχετίζεται με τη μεσν. λ. βίτσα (= μικρή βέργα) με την οποία οι γονείς μας και οι δάσκαλοι μαύριζαν τις πλάτες και τα χέρια μας εκτονώνοντας το θυμό τους] (Λεξ. Δ. Δημητράκου). Η λ. ακούγεται μόνο στη φρ. < τουν έχου στου βέτσου > (= είμαι θυμωμένος εναντίον κάποιου και σκοπεύω να τον τιμωρήσω εν καιρώ, για κάτι κακό που μου έκανε).
Βζκάτου (το) = ομελέτα με φρέσκα κρεμμυδάκια και κολοκύθια. Παρ. φρ. < ακριβά είνι τα βζκάτα τ' > λέγεται για κείνους που πωλούν πολύ ακριβά τα προϊόντα τους. [αρχ. σφόγγος (= σπόγγος) > (το) μεσν. σφουγγάτον] Η τροπή του σφ < σφόγγος > σε βζ(κάτου) ίσως να είνι προϊόν παρετυμολογικής επίδρασης της λ. βυζί, επειδή το σφουγγάτο φουσκώνει σαν το βυζί.
Βηλάρ - Βλάρ (το) = ολόκληρο το ύφασμα που έφαναν στον αργαλειό και πριν το κόψουν σε κομμάτια μικρά για να το κάνουν εσώρουχα. [μεσν. βηλάριον < λατιν. velarium (= παραπέτασμα πάνω απ' το αμφιθέατρο, για να μποδίζει τις ακτίνες του ηλίου), [velum (= το πανί των πλοίων)]
Βίκα (η) = δοχείο στο οποίο, στα χρόνια τα παλιά, έβαζαν κρασί, λάδι. Ο Ξενοφών αναφέρει τα ακόλουθα (στην "Κύρου Ανάβαση, Α' βιβλ. κεφ. Θ παραγρ. 25) < Κύρος γαρ έπεμπε βίκους οίνου >. [Η λ. ίσως είναι φοινικικής προέλευσης. [Βίκα λ. δημοτικής < αρχ. βίκος > β'κέλ' (=υποκορ.) του βικίον, υποκορ. και τούτο του αρχ. βίκος]
Βιλέντζα (η) = μάλλινο κλινοσκέπασμα χοντρό, σαν τη φλοκάτα, [τουρκ. velense].
Βιλιό (το) = ύφασμα βελουδένιο εκλεκτής ποιότητας. Το τοποθετούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι τους, φορτωμένες στο λαιμό με φλουριά. Σίγουρα ετυμολογικά σχετίζεται με το βελούδο, [μεσν. βελούδο < βενέτ. Veludo].
Βινέτ'κου (το) = είδος χρυσού φλωριού και νομίσματος της Βενετίας.
Βιράν (το) = ερείπιο, [τουρκοπερσικής καταγωγής viran].
Βιρβιτσλιά = περίττωμα αιγοπροβάτων. Αρχαία ελλ. σπύραθος. [βιρβιτσλιά < βερβελλιά < λατιν. vervella (= μικρό πρόβατο) + τσίλα (= διάρροια) (εκ του αρχ. τιλώ > μεσν. τσιλώ] (Λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Βιρέμ'ς επίθ. = καχεκτικός, μελαγχολικός, φθονερός, [τουρκ. verem (= φυματίωση).
Βιρσίν = τύπος του τουρκ. p. vermek (= δίνω) πάντα δεμένο με τη λ. allah (= Θεός), φρ. < allah virsin > (= να δώσει ο Θεός)]
Βίτους και πίκους (ο) = είδος πουλιού (δρυοκολάπτης). Τη φωλιά του τη φτιάχνει στους κορμούς των δέντρων τρυπώντας τους και κυρίως της δρυός (βαλανιδιάς) εξού και δρυο + κολάπτης (= αυτός που τρυπά τη βαλανιδιά), [αρχ. κολάπτω (= τσιμπώ, τρυπώ (γιαπουλιά)].
Βίτσα (η) = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γονείς και οι δάσκαλοι, για το σωφρονισμό των παιδιών, εξού και η παρ. φρ. < θα βάλου τ'ς βίτσις να μ'λιάζιν > (= θα βάλω τις βίτσες στο νερό για να μαλακώσουν (= να σε ξυλοφορτώσω), [μεσν. βίτσα < σλαβ. vitsa < λατιν. vitea]
Βλαντί (το) = βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα συνήθως κόκκινο. Παρ. < απί βλαντί παρακουπή τσι απί βάλσαμου ρίζα > (= στις επιλογές σου (φιλικές, συνοικεσιακές και πάσης φύσεως) να στηρίζεσαι στη ρίζα (= καταγωγή των ανθρώπων), [μεσν. βλαττίον < υποκορ. του λατιν. blatta = πορφύρα)]
Βλητό (το) = χρυσό κόσμημα και φυλαχτό με ελαφρό βαθούλωμα και με θρησκευτικές παραστάσεις (γέννηση και βάφτιση Χριστού) εκατέρωθεν των επιφανειών. Είναι βαρύτερο απ' τη λίρα. Κρεμιέται με αλυσίδα χρυσή απ' το λαιμό, [βουλητό > βλητό < βουλιάζω (= υποχωρώ προς τα μέσα, σχηματίζω βαθούλωμα)] Λέγεται βλητό, γιατί έχει βαθούλωμα απ' τη μία επιφάνεια και είναι εξογκωμένο απ' την άλλη.
Βλιπάμιν' (οι) επιθ. μετοχή = αυτοί που έχουν ανοιχτά τα μάτια τους (= οι έξυπνοι). Φρ. απ' τον Αγιασώτικο καρναβαλικό διάλογο < βλιπάμιν' να είστι χουριανοί, γιατί είνι πουλλοί γοι κλέφτις >. [βλεπάμενος < βλέπω]
Βλιφαρίζου ρ. = ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλέπω, [μεταγν. βλεφαρίζω < βλέφαρον (= ματόφυλλο) < βλέπω].
Βλουγ(η)τός επίθ. = ο άξιος να ευλογηθεί, να δοξαστεί. Φρ. < βαλαν βλουγ'τό >. Η φρ. τούτη λέγεται μόνο απ' τους Αγιασώτες κάθε φορά που περιμένουν από κάποιο αρμόδιο να δώσει την άδεια για μια δουλειά. Κάθονται λ.χ. γύρω απ' ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και περιμένουν εκείνον που θα δώσει την εντολή της επίθεσης. Καπότες ακούγεται η πολυπόθητη φρ. και τότες αρχίζουν να δουλεύουν ασταμάτητα τα μαχαιροπίρουνα και οι μασέλες. Φρ. < βαλαν βλουγ'τό, χωριανοί, στου ράβδισμα > (= δόθηκε άδεια για το ράβδισμα της ελιάς). [βλουγ(η)τός< μεταγν. ευλογητός< αρχ. ευλογώ]
Βλουγώ ρ. = δοξάζω. Μεταφ. εκμεταλλεύομαι οικονομικά μια ευκαιρία. Φρ. < Κόπ'ς βλουγά απί τότι που τουν έκ'ανι γιου αδριφός ιτ πληρεξούσιο > αρχ. ευλογώ]
Βλω ρ. = είμαι γεμάτος. Φρ. < βλατου κτήμα σ', ε Γιάνν', απ' τ'ς ιλιές >. [βουλάω > (βλω) < βώλος (= σφαιροειδής μάζα)]
Β'νιά (η) = κόπρος βοδιού. Προέκυψε απ' το [βουνία < βοωνία (= αγόρασμα βοδιών)] βοών ωνός (= στάβλος βοδιών) μεταφ. άχρηστος.
Βό'λ'(ι) (το) =
Βάλσαμου και μπάλσαμο (το) = αρωματική ρητίνη με φαρμακευτικές ιδιότητες, που εκκρίνεται από διάφορα φυτά. Κάθε τι που ανακουφίζει την ψυχή και τις αισθήσεις. Παρ. < απί βλαττί παρακουπή τσι απί βάλσαμου ρίζα > (= ο άνθρωπος που θα κάνεις φίλο ή σύζυγο, φρόντισε να είναι από μυρισμένο σόι, όπως το βάλσαμο) βλ. Δ' τόμο παροιμιών σελ. 22 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη. [μεταγν. βάλσαμον < αρχ. βάλσαμον].
Βαντές (ο) = υπόσχεση με προθεσμία. Απαντάται στα συμβόλαια επί τουρκοκρατίας < και περάσοντας ο διορισμένος βαντές τότενες να τρέχει το διάφορο > Λεξ. Αθ. Φλώρου. Φρ. < ρώτ'σα του γαμπρό πότι θα γίν' γιου γάμους τσι μ' δώτσι μακρύ βαντέ > (= μεγάλη προθεσμία), [τουρκ. vantes]
Βαρακώνου και Φαρακώνου ρ. = στολίζω, μιλώ σε κάποιον γλυκά και δουλόπρεπα, κολακεύω, καλοπιάνω. Φρ.< Βαράκουνι, γιε μ', του βουληυτή, να σι τρυπώσ' πούβιτα > (= διορίσει), [βαράκι (= χρυσόχαρτο) + ώνω (κατάλ.) > βαρακώνω (τουρκ. varak ) (= φύλλο βιβλίου ή χρυσού)] Η λ. είναι αντιδάνειο της μεταγν. ελλ. λ. βάραξ (= είδος πλακούντος). Με το βαράκι στολίζουν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τις μπουκάλες με ούζο που στέλνει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα, καθώς και το νεογέννητο, για να 'ναι τυχερό στη ζωή.
Βαρδάρ'(ι) (το) = εξάρτημα του νερόμυλου, που κάνει θόρυβο, εξού και η παρ. φρ. που λέγεται στην Αγιάσο < θα παίξιν τα βαρδάρια >, στις περιπτώσεις που θέλουμε να δηλώσουμε, ότι σύντομα θα μαθευτεί κάτι το δυσάρεστο για κάποιον. Τα βαρδάρια είναι ξύλα κάτω απ' την κοφνίδα του μύλου, τα οποία συνεχώς σαλευόμενα κάνουν θόρυβο, αλλά και ρυθμίζουν την πτώση του σιταριού στην πέτρα του μύλου για να γίνει αλεύρι. Αγνώστου ετύμου. Ίσως να έχουμε ηχοποίητη λ. ή απ' το βενέτ. επιφών. varda (= παραμέρισε).
Βαρόστ'χους επίθ. = άνθρωπος που σε διαθέτει δυσμενώς με τη συμπεριφορά του, αλλά και την παρουσία του, αντιπαθητικός, απαιτητικός και που δεν συμφωνεί με τους άλλους, [βαρύ + στοιχειό (= αγαθοποιό ή και κακοποιό πνεύμα, φάντασμα, ψυχή)]. Στην Αγιάσο ακούγεται το λαφρόστ'χους που έχει αντίθετη έννοια (= άνθρωπος ανεκτός στην παρέα, ευχάριστος, που εύκολα αλλάζει γνώμη).
Βαρουπατώ ρ. = πατώ βαριά. Στην Αγιάσο χρησιμοποιείται το ρ. με τη σημασία του στεναχωρώ, στην περίπτωση που ο γαμπρός καταπιέζει τον πενθερό ζητώντας μεγάλη προίκα ή μετρητά, που ξεπερνούν τις δυνατότητες του πενθερού. Φρ. < γιου γαμπρός βαρουπάτσι του μπάρμπα Γιάνν' τσι κόντιψι να παλαβουθεί >. [βαρύς + πατώ].
Βαρταλαλιώ ρ. = λογοθορυβώ. Λέγεται για κείνον που μιλά συνεχώς μόνος του για κάποιο πρόβλημα του, ενοχλώντας τους άλλους. Φρ. < πανί παραπέρα τσι βαρταλάλει τσι άσι μας ήσυχους >. [α' συνθετικό το (αγνώστου ετύμου) βάρτα + λαλώ (= ομιλώ).Ίσως το < βάρτα > να σχετίζεται με το όνομα του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου, ο οποίος τραύλιζε εξού και το ηχοποίητο ρ. βατταρίζω (= τραυλίζω), ή με το βαρδάρι (βλ. λ.)]
Βαρταλαμίδ' (το) = οι δύο θήκες που βρίσκονται εντός του σεντουκιού (= κασέλα) απ' τη μία και απ' την άλλη στενή πλευρά. Κάθε μία έχει και το δικό της καπάκι. Σ' αυτά τοποθετούν τα χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα, [παραθαλαμίδ > βαρταλαμίδ' (με τροπή του π στο αντίστοιχο χειλικό β και του θ σε τ, όπως και στο ολόρθος > ολόρτος)]
Βαρυμέν' επίθ. = η γυναίκα που κοντεύει να γεννήσει. Φρ. < αντάμουσα του Μαριγώ τσι τ'ν είδα πουλύ βαρύ μεν' (= σηκώνει μεγάλο βάρος), [βαρύνομαι < βαρύς]
Βασταγαριά (η) (νάρθηκας) = διπλό κομμάτι από πανί, το οποίο συγκρατεί ένα σπασμένο και στο γύψο τοποθετημένο χέρι και κρεμασμένο απ' το λαιμό. (ο) βασταγός (= γάιδαρος) (η) βασταγαριά [μεσν. (το) βαστάγιν, υποκορ. του μεταγν. βασταγή < αρχ. βαστάζω) + αριά (κατάλ.)]
Βατσίδ (το) = το βαθύ πράσινο χρώμα. Η λ. ακούγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε, πως τα φύλλα ενός δέντρου ή ο καρπός είναι καταπράσινα ή άγουρος. Φρ. < τα λιόδεντρα φέτους, που έκανι πουλλά νιρά, είνι βατσίδ > (= καταπράσινα). Φρ. < τα αχλάδια είνι βατσίδια ακόμα > (= άγουρα). [Η λ. σχετίζεται ίσως με το βάτο (θάμνος αγκαθωτός) του οποίου τα φύλλα είναι καταπράσινα, όταν βρίσκεται κοντά σε νερά. [βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ.) > βατίδι > βατσίδ' ( τσιτακισμός)]
Βατσίν (η) = λιόφυτη περιοχή Αγιάσου που βρίσκεται στη διακλάδωση του αμαξιτόδρομου (Αγιάσος - Ασώματος), [βάτος < βατίδι > βατσίν] βλ. σελ. 161 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Βατσνιά (η) = μεγάλος βάτος ή συστάδα βάτων, [η λ. απ' το μεσν. βάτσινον (= ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο). < μεταγν. βάτινον (= ουδέτ. του επιθ. βάτινος < βάτος με την ανάπτυξη ενός σ) και το θηλ. (η) βατινιά > βατσ'νιά (με τσιτακισμό)]
Βαχ επιφων. = κρίμα, [τουρκ. vah].
Βέλου (το) = το βέλο. Γυναικεία καλύπτρα του προσώπου από διάφανο ύφασμα. Φρ. < του Λινιώ ίβαλι του βέλου τ'ς τσι κατ'φουρίζ' για τ'ν ακκλησιά>. [ιταλ. velo].
Βέστ (το) = κλέφτης. Απ' το σύνθετο < κλιφτουβέστ > που ακούγεται στην Αγιάσο, συνάγεται ότι πρόκειται μάλλον για πρόσωπο που ήταν δεινός κλέφτης ονόματι Βεστ.
Βέτσος (ο) λ. της δημοτικής = ο θυμός, οργή. [Ισως η λ. να σχετίζεται με τη μεσν. λ. βίτσα (= μικρή βέργα) με την οποία οι γονείς μας και οι δάσκαλοι μαύριζαν τις πλάτες και τα χέρια μας εκτονώνοντας το θυμό τους] (Λεξ. Δ. Δημητράκου). Η λ. ακούγεται μόνο στη φρ. < τουν έχου στου βέτσου > (= είμαι θυμωμένος εναντίον κάποιου και σκοπεύω να τον τιμωρήσω εν καιρώ, για κάτι κακό που μου έκανε).
Βζκάτου (το) = ομελέτα με φρέσκα κρεμμυδάκια και κολοκύθια. Παρ. φρ. < ακριβά είνι τα βζκάτα τ' > λέγεται για κείνους που πωλούν πολύ ακριβά τα προϊόντα τους. [αρχ. σφόγγος (= σπόγγος) > (το) μεσν. σφουγγάτον] Η τροπή του σφ < σφόγγος > σε βζ(κάτου) ίσως να είνι προϊόν παρετυμολογικής επίδρασης της λ. βυζί, επειδή το σφουγγάτο φουσκώνει σαν το βυζί.
Βηλάρ - Βλάρ (το) = ολόκληρο το ύφασμα που έφαναν στον αργαλειό και πριν το κόψουν σε κομμάτια μικρά για να το κάνουν εσώρουχα. [μεσν. βηλάριον < λατιν. velarium (= παραπέτασμα πάνω απ' το αμφιθέατρο, για να μποδίζει τις ακτίνες του ηλίου), [velum (= το πανί των πλοίων)]
Βίκα (η) = δοχείο στο οποίο, στα χρόνια τα παλιά, έβαζαν κρασί, λάδι. Ο Ξενοφών αναφέρει τα ακόλουθα (στην "Κύρου Ανάβαση, Α' βιβλ. κεφ. Θ παραγρ. 25) < Κύρος γαρ έπεμπε βίκους οίνου >. [Η λ. ίσως είναι φοινικικής προέλευσης. [Βίκα λ. δημοτικής < αρχ. βίκος > β'κέλ' (=υποκορ.) του βικίον, υποκορ. και τούτο του αρχ. βίκος]
Βιλέντζα (η) = μάλλινο κλινοσκέπασμα χοντρό, σαν τη φλοκάτα, [τουρκ. velense].
Βιλιό (το) = ύφασμα βελουδένιο εκλεκτής ποιότητας. Το τοποθετούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι τους, φορτωμένες στο λαιμό με φλουριά. Σίγουρα ετυμολογικά σχετίζεται με το βελούδο, [μεσν. βελούδο < βενέτ. Veludo].
Βινέτ'κου (το) = είδος χρυσού φλωριού και νομίσματος της Βενετίας.
Βιράν (το) = ερείπιο, [τουρκοπερσικής καταγωγής viran].
Βιρβιτσλιά = περίττωμα αιγοπροβάτων. Αρχαία ελλ. σπύραθος. [βιρβιτσλιά < βερβελλιά < λατιν. vervella (= μικρό πρόβατο) + τσίλα (= διάρροια) (εκ του αρχ. τιλώ > μεσν. τσιλώ] (Λεξ. Ν. Ανδριώτη).
Βιρέμ'ς επίθ. = καχεκτικός, μελαγχολικός, φθονερός, [τουρκ. verem (= φυματίωση).
Βιρσίν = τύπος του τουρκ. p. vermek (= δίνω) πάντα δεμένο με τη λ. allah (= Θεός), φρ. < allah virsin > (= να δώσει ο Θεός)]
Βίτους και πίκους (ο) = είδος πουλιού (δρυοκολάπτης). Τη φωλιά του τη φτιάχνει στους κορμούς των δέντρων τρυπώντας τους και κυρίως της δρυός (βαλανιδιάς) εξού και δρυο + κολάπτης (= αυτός που τρυπά τη βαλανιδιά), [αρχ. κολάπτω (= τσιμπώ, τρυπώ (γιαπουλιά)].
Βίτσα (η) = λεπτή βέργα που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι γονείς και οι δάσκαλοι, για το σωφρονισμό των παιδιών, εξού και η παρ. φρ. < θα βάλου τ'ς βίτσις να μ'λιάζιν > (= θα βάλω τις βίτσες στο νερό για να μαλακώσουν (= να σε ξυλοφορτώσω), [μεσν. βίτσα < σλαβ. vitsa < λατιν. vitea]
Βλαντί (το) = βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα συνήθως κόκκινο. Παρ. < απί βλαντί παρακουπή τσι απί βάλσαμου ρίζα > (= στις επιλογές σου (φιλικές, συνοικεσιακές και πάσης φύσεως) να στηρίζεσαι στη ρίζα (= καταγωγή των ανθρώπων), [μεσν. βλαττίον < υποκορ. του λατιν. blatta = πορφύρα)]
Βλητό (το) = χρυσό κόσμημα και φυλαχτό με ελαφρό βαθούλωμα και με θρησκευτικές παραστάσεις (γέννηση και βάφτιση Χριστού) εκατέρωθεν των επιφανειών. Είναι βαρύτερο απ' τη λίρα. Κρεμιέται με αλυσίδα χρυσή απ' το λαιμό, [βουλητό > βλητό < βουλιάζω (= υποχωρώ προς τα μέσα, σχηματίζω βαθούλωμα)] Λέγεται βλητό, γιατί έχει βαθούλωμα απ' τη μία επιφάνεια και είναι εξογκωμένο απ' την άλλη.
Βλιπάμιν' (οι) επιθ. μετοχή = αυτοί που έχουν ανοιχτά τα μάτια τους (= οι έξυπνοι). Φρ. απ' τον Αγιασώτικο καρναβαλικό διάλογο < βλιπάμιν' να είστι χουριανοί, γιατί είνι πουλλοί γοι κλέφτις >. [βλεπάμενος < βλέπω]
Βλιφαρίζου ρ. = ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, βλέπω, [μεταγν. βλεφαρίζω < βλέφαρον (= ματόφυλλο) < βλέπω].
Βλουγ(η)τός επίθ. = ο άξιος να ευλογηθεί, να δοξαστεί. Φρ. < βαλαν βλουγ'τό >. Η φρ. τούτη λέγεται μόνο απ' τους Αγιασώτες κάθε φορά που περιμένουν από κάποιο αρμόδιο να δώσει την άδεια για μια δουλειά. Κάθονται λ.χ. γύρω απ' ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά και περιμένουν εκείνον που θα δώσει την εντολή της επίθεσης. Καπότες ακούγεται η πολυπόθητη φρ. και τότες αρχίζουν να δουλεύουν ασταμάτητα τα μαχαιροπίρουνα και οι μασέλες. Φρ. < βαλαν βλουγ'τό, χωριανοί, στου ράβδισμα > (= δόθηκε άδεια για το ράβδισμα της ελιάς). [βλουγ(η)τός< μεταγν. ευλογητός< αρχ. ευλογώ]
Βλουγώ ρ. = δοξάζω. Μεταφ. εκμεταλλεύομαι οικονομικά μια ευκαιρία. Φρ. < Κόπ'ς βλουγά απί τότι που τουν έκ'ανι γιου αδριφός ιτ πληρεξούσιο > αρχ. ευλογώ]
Βλω ρ. = είμαι γεμάτος. Φρ. < βλατου κτήμα σ', ε Γιάνν', απ' τ'ς ιλιές >. [βουλάω > (βλω) < βώλος (= σφαιροειδής μάζα)]
Β'νιά (η) = κόπρος βοδιού. Προέκυψε απ' το [βουνία < βοωνία (= αγόρασμα βοδιών)] βοών ωνός (= στάβλος βοδιών) μεταφ. άχρηστος.
Βό'λ'(ι) (το) =
- βλήμα του όπλου,
- το βαρίδια του κανταριού, 3) τα γεννητικά όργανα του άντρα... και κυρίως οι όρχεις που μοιάζουν με το βόλι. [βόλος < βώλος < βάλλω (= ρίχνω, εξακοντίζω) θέμα βαλ > βλη -βελ - βολ (με μετάπτωση + ος (κατάλ.) > βόλος]
Βόλισι = γ' ενικό αόρ. του βολεί, που χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε, ότι πρόκοψε, καρποφόρησε μια υπόθεση, μια καλλιέργεια. Φρ. < φέτους γη αγγουριά βόλισι>. [μεσν. βολεί < μεταγν. ευβολεί < εύβολος] (= έρχεται βολικά)]
Βουβάρ' (το) = ζωοτροφικός ποταμός που βρίσκεται στην Αχλαδερή (τοπωνύμιο Λέσβου) και στον οποίο αφθονούν τα βουβαρίσια (= τα κεφαλόπουλα). [λατιν. vivarius - a - urn (= ζωοτροφικός) vivarium (= ιχθυοτροφείο)] Απ' τα ρωμαϊκά χρόνια ο Βούβαρης ποταμός ήταν διβάρι (ιχθυοτροφείο).
Βουβαρίσια (τα) = κεφαλόπουλα που ψαρεύονται στον ποταμό Βούβαρη, που βρίσκεται στην Αχλαδερή Λέσβου. Φρέσκα είναι γλυκύτατα και παστωμένα εξαίρετα στη γεύση και στη μυρουδιά. Σ' ένα σημείο του ποταμού έχουν φτιάξει φράγμα για να μποδίζουν τα κεφαλόπουλα να περνούν στη θάλασσα. Τα πιο δυνατά απ' αυτά πηδούν πάνω απ' το φράγμα, αλλά πέφτουν πάνω σε μια ψάθα, που επίτηδες έχουν απλώσει προς τη μεριά της θάλασσας και έτσι πιάνονται πάνω στην ψάθα. Απ' την εικόνα αυτή του πηδήματος των ψαριών πλάστηκε η ακόλουθη παρ. φρ. < π'δάς πα στ' ψάθα; > που λέγεται για κείνους που κάνουν το δυνατό και παλικαρά, [βουβαρίσιου (το) < λατιν. vivarius (= ζωοτροφικός) - a - urn]. Η λ. βουβαρίσιου είναι ουσιαστικο-ποιημένο επίθετο.
Βουδουμύτ'ς (ο) = αυτός που η μύτη του μοιάζει με τη μύτη του βοδιού, [βόδι + μύτη]
Βούζουνας και βούζ'νας (ο) = εξόγκωμα σ' ένα σημείο του σώματος, [βύζα (= εξάνθημα) > βυζούν > βύζουνας (μεγεθυν. τύπος) βούζουνας] λεξ. Ν. Ανδριώτη.
Βούθνιακας (ο) = μέρος βαθουλωτό κι' ανήλιαγο, [μεσν. βούθουνας (= βόθρος) < αρχ. βόθυνος (= λάκκος) > βούθουνας > βούθν + ακας (= κατάλ. μεγεθυν. όπως πόντικας)]. Η λ. βόθυνας αναφέρεται απ' τον Ησύχιο. Και ο Ξενοφών στον οικονομικό του 19,3 αναφέρει τη λ.
Βούλα επίρρ. = φορά, καπότες. Φρ. < μια βούλα είμαστι στου π'ριβόλ' μας > (= καπότες) [αρχ. βολή (= το ρίψιμο) με επίδραση της λ. φορά (= γρήγορη κίνηση)]
Βουλάδα (η) = μεγάλη πέτρα, γενικά μια στρογγυλή μάζα. [βώλος + άδα (κατάλ. μεγεθυν., όπως πετράδα < πέτρα) > βωλάδα > βουλάδα]
Βουλαρέλια (τα) = είδος φαγητού. Φτιάχνεται με κιμά ζυμωμένο με βρασμένο ρύζι, ο οποίος μετατρέπεται απ' το χέρι της μαγείρισσας σε μικρούς βόλους, όμοιους με κεφτέ. Οι Τούρκοι τα λένε γιουβαρλάκια. Ήταν το καλύτερο φαγητό μας. [βώλος > βωλ + άρι (κατάλ. όπως βλα-στ-άρι) > βουλάρι > βουλάρ' + έλ (κατάλ. υποκορ.)]
Βουλιάν (η) = τοποθεσία Αγιάσου προς τον Αϊ - Γιάννη, [ακούγονται πολλές ετυμολογίες. Στην περιοχή ευδοκιμούν οι βολιανές μηλιές εξού και το τοπωνύμιο βολιανός - ή - ό > βολιάν (η), βλ. σελ. 61 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Βουλίτσ' (το) = κορμός δέντρου κομμένος και έτοιμος για το σχιστηριο, για ξυλεία, μεταφ. ο χοντροκαμωμένος και χωρίς χάρη (κυριολεκτείται στις γυναίκες), [βώλος > βουλ-ί-κι> βουλίτσ'] (μετσιτακισμό).
Βουλουδέρνου ρ. = ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, γυρίζω εδώ και κει. Κατά κυριολ. σημαίνει σπάω τους βώλους χώματος μετά το όργωμα (δουλειά κοπιαστική) με το εργαλείο βουλόσυρο. Φρ. < ούλ τ' μέρα βουλόδιρνα στου κάμπου >. [βώλος + δέρνω < αρχ. δέρω].
Βουρ = προστακτική του τουρκ. ρ. vurmak (= χτυπώ), φρ. < βουρ στου πατσιά > λέγεται κάθε φορά που δίνουμε την εντολή έναρξης σε μια εκδήλωση, επίθεση και σημαίνει < ορμήστε, πάνω τους >.
Βουρδουνάρ' (το) = ξύλινη βάση πρωτόγονου πιεστηρίου, τρυπημένη στη μέση και περασμένη σε όρθιο στύλο του λιοτριβιού. Τη γύριζαν σιγά - σιγά τα μουλάρια μετατρέποντας τις ελιές σε πολτό απ' τον οποίο έβγαινε το λάδι. [βορδώνιο, υποκορ. του βάρδων (= ημίονος) > βουρδουνάρι] Βουρδουνάρης (= ο φύλακας των ημιόνων).
Βουρδουτσοίλ'ς επίθ. = αυτός που η κοιλιά του είναι γεμάτη από περιττώματα. Μεταφ. ελεεινός, κοιλιόδούλος, [βουρβουλιά (= κόπρος γίδας, προβάτου) + κοιλιά > βουρδουτσοίλ'ς (με ανομοίωση (β=δ) και τσιτακισμό κ = τσ)]
Βούρια (η) = το πολύ ώριμο φρούτο και κυρίως το αχλάδι που όταν πέσει απ' το δέντρο, πολτοποιείται. Μεταφ. ο ετοιμοθάνατος. Φρ. < είδα του Γιώργ' τσ' είνι βούρια, βγάζ' ε βγάζ' του μήνα >. Στο Μανταμάδο Λέσβου τη βούρια τη λένε ζάγουλα < δια+ύλη > διυλίζω (= πιέζω για να πάρω το ζουμί) > ζάγουλα (το ζ προέκυψε απ' το δι, όπως απ' το διάβολος το ζαβολιά (= διαβολιά). [εύωρος (= ο πολύ ώριμος) > βούρια (με τροπή του ευ σε < β > όπως Ευάγγελος Βαγγέλης και του < ω > σε < ου > (μωρό > μούρο)] -, Βούρλα (η) = τρέλα και αρρώστια των προβάτων που τα κάνει να συμπεριφέρονται σαν τρελά. Τρέμουν όπως το βούρλο, όταν το φυσά ο αγέρας. Η αρρώστια καλείται αβδέλλιασμα (διστομίαση).
Βουρτσιάζου και βρουτσιάζου ρ. κυριολεκτείται στο νερό = αλλοιώνομαι και παίρνω μία απαίσια μυρουδιά. Φρ. < του νιρό είνι πουλλημιρίτ'κου (πολλών η μερών) τσι δεν πίνιτι, βούρτσιασι>. [βούρκος (= βρομερή λάσπη και ακάθαρτα νερά) + ιαζω (κατάλ.) > βουρτσ(κ)ιάζω > -ν (με τσιτακισμό)]
Βούτλου (το) = εξόγκωμα, κυρίως στο κεφάλι, που μοιάζει με πατάτα. Βουτλιάρ'ς (= αυτός που έχει βούτλα), [βους + τύλος (= εξόγκωμα) > βούτλο]. Ο Γ. Γιαννουλέλλης ετυμολογεί απ' το λατιν. buccula (= εξόγκωμα).
Βράσμα (το) = είδος γλυκίσματος από μούστο σταφυλιών. Βράζουν το μούστο ώρες πολλές ως να γίνει πυκνόρευστη μάζα, μεσ' την οποία ρίχνουν κομμάτια κολοκυθιού, πορτοκαλιού, λεμονιού. Και οι αρχαίοι παρασκεύαζαν βράσμα και το έλεγαν σίραιον ή σίραιος οίνος [μεταγν. βρασμός > βράσμα < βράζω]. Με το βράσμα έφτιαχναν τη μουσταλευριγιά και το ριτσέλ' (βλ. λ.).
Βρασματόχουμα (το) = ειδικό χώμα που υπάρχει στην περιοχή της Βρίσας (χωριό Λέσβου). Τοποθετούν λίγο βρασματόχωμα σε σακουλάκι και αφού ετοιμστεί το βράσμα (βλ. λ.) ρίχνουν το σακουλάκι με το βρασματόχωμα μεσ' το βράσμα και το αφήνουν πολλές ώρες. Το χώμα τούτο συντελεί στο να κατακαθίσουν τα χοντρά κατάλοιπα του μούστου και να λαμπικαριστεί το βράσμα, που στη συνέχεια το αποθηκεύουν σε γυάλινα σκεύη (μπουκάλια) για να το χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή μουσταλευριάς, ριτσιελιού. [βράσμα + χώμα].
Βρισκάμινου (το) = ό,τι φαγώσιμο υπάρχει στο σπίτι. Φρ. < κάτσι, θεία Μυρσίν', να φάμι απ' του βρισκάμενου >. [αρχ. ευρίσκω > βρίσκω > βρισκόμενος]
Βρουλίδα (η) = πλεξίδα μαλλιών και άλλων προϊόντων (σκόρδων). Φρ. < όμουρφ' π' σι κάνιν γοι βρουλίδις Μαριγώ!! >. [μεσν. βούρλον < μεταγν. βρούλλον (= φυτό βάλτων) > βρουλ+ίδα (κατάλ.)]
Βρουλίζου ρ. = τρελαίνω κάποιον. Φρ. < τα μούρα κουντεύγιν να βρουλίσιν του Γιάνν' >. Βλ. λ. βούρλα.
Βρουλίζουμι = βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι. Φρ. < ούλ' τ' μέρα βουρλίζουμι παστ' αγριγιουβ'νά>. [Top. προέκυψε απ' τη λ. βούρλα (= τρέλα και αρρώστια των προβάτων) που τα κάνει να συμπεριφέρονται σαν τρελά. Λέγεται διστομίαση (κοινώς αβδέλλιασμα)]. Η λ. σχετίζεται με το βούρλο που τρέμει σαν τρελό, όταν φυσά αγέρας.
Βρουμούσα (η) = έντομο που βρομά απαίσια (αρχ. τίλφη) [βρομώ > βρομούσα]
Βρουμώ(έω) ρ. = κάνω θόρυβο, κρο-τώ, αναδίνω κακοσμία. Η έννοια της κακοσμίας (βρόμας) προέκυψε απ' το γεγονός, ότι μερικοί βρόμοι (= κρότοι), όπως ο πόρδος, προξενούν δυσοσμία, βρόμα. Γράφτηκε η λ. εσφαλμένα με - ω - < βρώμα > που σημαίνει τροφή (απ' το βιβρώσκω (= τρώγω) και συγκεκριμένα απ' την εκκλησιαστική φράση που ακούγεται στις κηδείες < σκωλήκων βρώμα και δυσωδία (= βρόμα) > (= θα τον φάνε τα σκουλήκια) [αρχ. βρομέω]
Βρουτίδα (η) = σπυριά, κυρίως προσώπου που προξενούν φαγούρα, [αρχ. βρωτήρ (= αυτός που τρώγει) < βιβρώσκω (= τρώγω)]. Κατά τον Αδ. Κοραή η λ. απ' το ιδρωτίδα < αρχ. ιδρώς - ώτος) > δρουτίδα > βρουτίδα (με ανομοίωση).
Βύτσ'νου (το) = βύσσινο. Μεταφ. η συνουσία. Φρ. < ούλου στου βύτσ'νου παγαίν' Κουστής τσι καμιά μέρα θα χουρτάσ' του ξύλου απ' του πατέρα τ' Μαριγού >. [βύσσινο ουδέτ. του αρχ. επιθ. βύσσινος < βύσσος] (= είδος βοτάνου). Τα με αυτό βαπτόμμενα υφάσματα λέγονται βύσσινα.
Βουβάρ' (το) = ζωοτροφικός ποταμός που βρίσκεται στην Αχλαδερή (τοπωνύμιο Λέσβου) και στον οποίο αφθονούν τα βουβαρίσια (= τα κεφαλόπουλα). [λατιν. vivarius - a - urn (= ζωοτροφικός) vivarium (= ιχθυοτροφείο)] Απ' τα ρωμαϊκά χρόνια ο Βούβαρης ποταμός ήταν διβάρι (ιχθυοτροφείο).
Βουβαρίσια (τα) = κεφαλόπουλα που ψαρεύονται στον ποταμό Βούβαρη, που βρίσκεται στην Αχλαδερή Λέσβου. Φρέσκα είναι γλυκύτατα και παστωμένα εξαίρετα στη γεύση και στη μυρουδιά. Σ' ένα σημείο του ποταμού έχουν φτιάξει φράγμα για να μποδίζουν τα κεφαλόπουλα να περνούν στη θάλασσα. Τα πιο δυνατά απ' αυτά πηδούν πάνω απ' το φράγμα, αλλά πέφτουν πάνω σε μια ψάθα, που επίτηδες έχουν απλώσει προς τη μεριά της θάλασσας και έτσι πιάνονται πάνω στην ψάθα. Απ' την εικόνα αυτή του πηδήματος των ψαριών πλάστηκε η ακόλουθη παρ. φρ. < π'δάς πα στ' ψάθα; > που λέγεται για κείνους που κάνουν το δυνατό και παλικαρά, [βουβαρίσιου (το) < λατιν. vivarius (= ζωοτροφικός) - a - urn]. Η λ. βουβαρίσιου είναι ουσιαστικο-ποιημένο επίθετο.
Βουδουμύτ'ς (ο) = αυτός που η μύτη του μοιάζει με τη μύτη του βοδιού, [βόδι + μύτη]
Βούζουνας και βούζ'νας (ο) = εξόγκωμα σ' ένα σημείο του σώματος, [βύζα (= εξάνθημα) > βυζούν > βύζουνας (μεγεθυν. τύπος) βούζουνας] λεξ. Ν. Ανδριώτη.
Βούθνιακας (ο) = μέρος βαθουλωτό κι' ανήλιαγο, [μεσν. βούθουνας (= βόθρος) < αρχ. βόθυνος (= λάκκος) > βούθουνας > βούθν + ακας (= κατάλ. μεγεθυν. όπως πόντικας)]. Η λ. βόθυνας αναφέρεται απ' τον Ησύχιο. Και ο Ξενοφών στον οικονομικό του 19,3 αναφέρει τη λ.
Βούλα επίρρ. = φορά, καπότες. Φρ. < μια βούλα είμαστι στου π'ριβόλ' μας > (= καπότες) [αρχ. βολή (= το ρίψιμο) με επίδραση της λ. φορά (= γρήγορη κίνηση)]
Βουλάδα (η) = μεγάλη πέτρα, γενικά μια στρογγυλή μάζα. [βώλος + άδα (κατάλ. μεγεθυν., όπως πετράδα < πέτρα) > βωλάδα > βουλάδα]
Βουλαρέλια (τα) = είδος φαγητού. Φτιάχνεται με κιμά ζυμωμένο με βρασμένο ρύζι, ο οποίος μετατρέπεται απ' το χέρι της μαγείρισσας σε μικρούς βόλους, όμοιους με κεφτέ. Οι Τούρκοι τα λένε γιουβαρλάκια. Ήταν το καλύτερο φαγητό μας. [βώλος > βωλ + άρι (κατάλ. όπως βλα-στ-άρι) > βουλάρι > βουλάρ' + έλ (κατάλ. υποκορ.)]
Βουλιάν (η) = τοποθεσία Αγιάσου προς τον Αϊ - Γιάννη, [ακούγονται πολλές ετυμολογίες. Στην περιοχή ευδοκιμούν οι βολιανές μηλιές εξού και το τοπωνύμιο βολιανός - ή - ό > βολιάν (η), βλ. σελ. 61 του βιβλίου των Δ. και Γ. Παπάνη < τοπωνυμικό οδοιπορικό στην Αγιάσο >.
Βουλίτσ' (το) = κορμός δέντρου κομμένος και έτοιμος για το σχιστηριο, για ξυλεία, μεταφ. ο χοντροκαμωμένος και χωρίς χάρη (κυριολεκτείται στις γυναίκες), [βώλος > βουλ-ί-κι> βουλίτσ'] (μετσιτακισμό).
Βουλουδέρνου ρ. = ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, γυρίζω εδώ και κει. Κατά κυριολ. σημαίνει σπάω τους βώλους χώματος μετά το όργωμα (δουλειά κοπιαστική) με το εργαλείο βουλόσυρο. Φρ. < ούλ τ' μέρα βουλόδιρνα στου κάμπου >. [βώλος + δέρνω < αρχ. δέρω].
Βουρ = προστακτική του τουρκ. ρ. vurmak (= χτυπώ), φρ. < βουρ στου πατσιά > λέγεται κάθε φορά που δίνουμε την εντολή έναρξης σε μια εκδήλωση, επίθεση και σημαίνει < ορμήστε, πάνω τους >.
Βουρδουνάρ' (το) = ξύλινη βάση πρωτόγονου πιεστηρίου, τρυπημένη στη μέση και περασμένη σε όρθιο στύλο του λιοτριβιού. Τη γύριζαν σιγά - σιγά τα μουλάρια μετατρέποντας τις ελιές σε πολτό απ' τον οποίο έβγαινε το λάδι. [βορδώνιο, υποκορ. του βάρδων (= ημίονος) > βουρδουνάρι] Βουρδουνάρης (= ο φύλακας των ημιόνων).
Βουρδουτσοίλ'ς επίθ. = αυτός που η κοιλιά του είναι γεμάτη από περιττώματα. Μεταφ. ελεεινός, κοιλιόδούλος, [βουρβουλιά (= κόπρος γίδας, προβάτου) + κοιλιά > βουρδουτσοίλ'ς (με ανομοίωση (β=δ) και τσιτακισμό κ = τσ)]
Βούρια (η) = το πολύ ώριμο φρούτο και κυρίως το αχλάδι που όταν πέσει απ' το δέντρο, πολτοποιείται. Μεταφ. ο ετοιμοθάνατος. Φρ. < είδα του Γιώργ' τσ' είνι βούρια, βγάζ' ε βγάζ' του μήνα >. Στο Μανταμάδο Λέσβου τη βούρια τη λένε ζάγουλα < δια+ύλη > διυλίζω (= πιέζω για να πάρω το ζουμί) > ζάγουλα (το ζ προέκυψε απ' το δι, όπως απ' το διάβολος το ζαβολιά (= διαβολιά). [εύωρος (= ο πολύ ώριμος) > βούρια (με τροπή του ευ σε < β > όπως Ευάγγελος Βαγγέλης και του < ω > σε < ου > (μωρό > μούρο)] -, Βούρλα (η) = τρέλα και αρρώστια των προβάτων που τα κάνει να συμπεριφέρονται σαν τρελά. Τρέμουν όπως το βούρλο, όταν το φυσά ο αγέρας. Η αρρώστια καλείται αβδέλλιασμα (διστομίαση).
Βουρτσιάζου και βρουτσιάζου ρ. κυριολεκτείται στο νερό = αλλοιώνομαι και παίρνω μία απαίσια μυρουδιά. Φρ. < του νιρό είνι πουλλημιρίτ'κου (πολλών η μερών) τσι δεν πίνιτι, βούρτσιασι>. [βούρκος (= βρομερή λάσπη και ακάθαρτα νερά) + ιαζω (κατάλ.) > βουρτσ(κ)ιάζω > -ν (με τσιτακισμό)]
Βούτλου (το) = εξόγκωμα, κυρίως στο κεφάλι, που μοιάζει με πατάτα. Βουτλιάρ'ς (= αυτός που έχει βούτλα), [βους + τύλος (= εξόγκωμα) > βούτλο]. Ο Γ. Γιαννουλέλλης ετυμολογεί απ' το λατιν. buccula (= εξόγκωμα).
Βράσμα (το) = είδος γλυκίσματος από μούστο σταφυλιών. Βράζουν το μούστο ώρες πολλές ως να γίνει πυκνόρευστη μάζα, μεσ' την οποία ρίχνουν κομμάτια κολοκυθιού, πορτοκαλιού, λεμονιού. Και οι αρχαίοι παρασκεύαζαν βράσμα και το έλεγαν σίραιον ή σίραιος οίνος [μεταγν. βρασμός > βράσμα < βράζω]. Με το βράσμα έφτιαχναν τη μουσταλευριγιά και το ριτσέλ' (βλ. λ.).
Βρασματόχουμα (το) = ειδικό χώμα που υπάρχει στην περιοχή της Βρίσας (χωριό Λέσβου). Τοποθετούν λίγο βρασματόχωμα σε σακουλάκι και αφού ετοιμστεί το βράσμα (βλ. λ.) ρίχνουν το σακουλάκι με το βρασματόχωμα μεσ' το βράσμα και το αφήνουν πολλές ώρες. Το χώμα τούτο συντελεί στο να κατακαθίσουν τα χοντρά κατάλοιπα του μούστου και να λαμπικαριστεί το βράσμα, που στη συνέχεια το αποθηκεύουν σε γυάλινα σκεύη (μπουκάλια) για να το χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή μουσταλευριάς, ριτσιελιού. [βράσμα + χώμα].
Βρισκάμινου (το) = ό,τι φαγώσιμο υπάρχει στο σπίτι. Φρ. < κάτσι, θεία Μυρσίν', να φάμι απ' του βρισκάμενου >. [αρχ. ευρίσκω > βρίσκω > βρισκόμενος]
Βρουλίδα (η) = πλεξίδα μαλλιών και άλλων προϊόντων (σκόρδων). Φρ. < όμουρφ' π' σι κάνιν γοι βρουλίδις Μαριγώ!! >. [μεσν. βούρλον < μεταγν. βρούλλον (= φυτό βάλτων) > βρουλ+ίδα (κατάλ.)]
Βρουλίζου ρ. = τρελαίνω κάποιον. Φρ. < τα μούρα κουντεύγιν να βρουλίσιν του Γιάνν' >. Βλ. λ. βούρλα.
Βρουλίζουμι = βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι. Φρ. < ούλ' τ' μέρα βουρλίζουμι παστ' αγριγιουβ'νά>. [Top. προέκυψε απ' τη λ. βούρλα (= τρέλα και αρρώστια των προβάτων) που τα κάνει να συμπεριφέρονται σαν τρελά. Λέγεται διστομίαση (κοινώς αβδέλλιασμα)]. Η λ. σχετίζεται με το βούρλο που τρέμει σαν τρελό, όταν φυσά αγέρας.
Βρουμούσα (η) = έντομο που βρομά απαίσια (αρχ. τίλφη) [βρομώ > βρομούσα]
Βρουμώ(έω) ρ. = κάνω θόρυβο, κρο-τώ, αναδίνω κακοσμία. Η έννοια της κακοσμίας (βρόμας) προέκυψε απ' το γεγονός, ότι μερικοί βρόμοι (= κρότοι), όπως ο πόρδος, προξενούν δυσοσμία, βρόμα. Γράφτηκε η λ. εσφαλμένα με - ω - < βρώμα > που σημαίνει τροφή (απ' το βιβρώσκω (= τρώγω) και συγκεκριμένα απ' την εκκλησιαστική φράση που ακούγεται στις κηδείες < σκωλήκων βρώμα και δυσωδία (= βρόμα) > (= θα τον φάνε τα σκουλήκια) [αρχ. βρομέω]
Βρουτίδα (η) = σπυριά, κυρίως προσώπου που προξενούν φαγούρα, [αρχ. βρωτήρ (= αυτός που τρώγει) < βιβρώσκω (= τρώγω)]. Κατά τον Αδ. Κοραή η λ. απ' το ιδρωτίδα < αρχ. ιδρώς - ώτος) > δρουτίδα > βρουτίδα (με ανομοίωση).
Βύτσ'νου (το) = βύσσινο. Μεταφ. η συνουσία. Φρ. < ούλου στου βύτσ'νου παγαίν' Κουστής τσι καμιά μέρα θα χουρτάσ' του ξύλου απ' του πατέρα τ' Μαριγού >. [βύσσινο ουδέτ. του αρχ. επιθ. βύσσινος < βύσσος] (= είδος βοτάνου). Τα με αυτό βαπτόμμενα υφάσματα λέγονται βύσσινα.
ίβρα=βρήκα
ήμταν=ήμουν
ημσόρανα=στον ουρανό
Ξιξίδ'κα=ψωριάρικα
ασινκός=αρσενικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου