«καλόγερος»
Καλόγερος αλώνιζε
Γύρου σι μιαν αχλάδα,
Έ μωρέ ε,
ιχι του μπούτσου του ζυγό
τα' αρχίδια του δαμάλια
ε μωρέ ε
«πραματευτής»:
Ένας καλός πραματευτής
Από τη πόλη βγαίνει
Έ μωρέ ε
Βρε καλέ πραματευτή
Τι πραμάτια μας πουλείς
Ε μωρέ ε
Μπούτσις έχου φουρτουμένις
Στου γαϊδούρ αρματουμένις
Ε μωρέ ε
Τα' άκουσαν γι' αρχόντισσις
Τρέξαν αξυπόλητις
Ε μωρέ ε
Τ' άκουσαν κι οι φτουχές
Τρέξαν ανιμαλλιαριές
Ε μωρέ ε
Μον' μια χήρα κακουμοίρα
Δεν επρόφτασι καμία
Ε μωρέ ε
Πά να τνάξ τα δυό τα τσβάλια
Πέφτει μια μι δυο τσιφάλια
Ε μωρέ ε
Τούτι ‘νι καλή για μένα
Έχ' τα σκότια μου καμένα
Ε μωρέ ε
Να τη βάλου στου τσουκάλ'
Να φουσκόσ' να κάν' τσιφάλ'
Έ μωρέ
EEEEEEEEEEE!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου