Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Άγιος Συμεων


Στις αρχές του ογδόου αιώνος ζούσε στη Μυτιλήνη ο Αδριανός και η Κωνσταντώ, που απέκτησαν επτά παιδιά, από τα όποια τα πέντε έγιναν μοναχοί. Τρία από αυτά ήταν ο Δαβίδ, ο Συμεών και ο Γεώργιος. Πρωτότοκος ήταν ο Δαβίδ, που γεννήθηκε το έτος 717 ή 718. Έμαθε λίγα γράμματα και σε ηλικία 16 ετών, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, σε ώρα μεγάλης καταιγίδας, είδε σε Όραμα τον άγιο Αντώνιο να τον καλεί στο μοναχικό βίο και συγκεκριμένα να του δίνει εντολή να μεταβεί στή Μ. Ασία στο όρος Ίδη, που είναι αντίκρυ στη Λέσβο και λίγο βορειότερα, για να μονάσει εκεί.
Ο Δαβίδ με μεγάλη προθυμία και χαρά δέχτηκε τη συμβουλή του Μ. Αντωνίου, ήλθε στη Μ. Ασία, όπου έζησε στο όρος Ίδη μέσα σε μια σπηλιά με μεγάλη άσκηση, τρώγοντας άγρια χόρτα. Εκεί έζησε τριάντα χρόνια. Πάλι με όραμα πήρε την εντολή να έλθει στον επίσκοπο Γαργάρων για να χειροτονηθεί από αυτόν διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Επέστρεψε και πάλι στο όρος Ίδη, όπου με υπόδειξη ενός αγγέλου, που είδε σε όραμα, χτίζει ναό των αγίων Κηρύκων και Ιουλίττης και μοναστήρι στο οποίο πολύ σύντομα μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί. Έπειτα από δέκα χρόνια και αφού πέθανε ο πατέρας του, ήρθε η μητέρα του να τον ιδεί έχοντας μαζί της το μικρότερο από τα παιδιά της, τον Συμεών, που ήταν τότε οκτώ χρονών. Είχε γεννηθεί το 765 ή 766. Ο Συμεών έμεινε κοντά στον αδελφό του, η μητέρα του δε, έπειτα από λίγες ημέρες, επέστρεψε στη Μυτιλήνη και σε λίγο πέθανε.
Ο Συμεών έμαθε γράμματα παραμένοντας στο μοναστήρι του αδελφού του όπου σε ηλικία είκοσι δύο ετών έγινε μοναχός και σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Γαργάρων ιερεύς. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο Δαβίδ σε ηλικία εξήντα έξι ετών, αφού προείδε το θάνατό του και συνέστησε στον αδελφό του Συμεών να επιστρέψει στη Μυτιλήνη.
Ο Συμεών συμμορφώθηκε με την εντολή του αδελφού του και επέστρεψε στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι της Παναγίας, που ήταν στο νότιο λιμάνι της πόλεως, στο «Μόλο». Εκεί για να μιμηθεί την άθληση του παλαιού αγίου Συμεών του Στυλίτη, ανέβηκε σε στύλο και έζησε με φοβερή άσκηση, νηστεία, σκληραγωγία και προσευχή.
Στη συνέχεια πήρε κοντά του και τον αδελφό του Γεώργιο, μοναχό και αυτόν, που γεννήθηκε το έτος 763. Χειροτονήθηκε και αυτός ιερεύς και μαζί με τον αδελφό του και την αδελφή τους, μοναχή και αυτή, Ιλαρία και άλλους μοναχούς έχτισαν μοναστήρι στο οποίο κατέφθαναν πλήθη χριστιανών που διψούσαν να ακούσουν λόγο Θεού και να ζητήσουν την ευλογία των αγίων μοναχών.
Όμως την ησυχία του μοναστηριού και της Εκκλησίας, γενικώτερα, τάραξε και πάλι η μανία των εικονομάχων. Ο Αυτοκράτωρ Λέων Ε' ο Αρμένιος (813-820) κήρυξε πάλι διωγμούς κατά των χριστιανών. Ο επίσκοπος της Μυτιλήνης Γεώργιος εξορίζεται και τοποθετείται επίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εικονομάχος, ο οποίος αμέσως στράφηκε κατά του Συμεών και των μοναχών του Μοναστηριού του.
Με τις ενέργειες του εικονομάχου αυτού επισκόπου καταδικάζεται σε θάνατο διά πυρός ο Συμεών, αλλά με θαύμα διασώζεται και παραμένει για ένα διάστημα ανενόχλητος πάνω στο στύλο του, μέχρι που αναγκάζεται πάλι από τον εικονομάχο επίσκοπο να εγκαταλείψει τη Μυτιλήνη και να αποσυρθεί, μαζί με τους μοναχούς, στο μικρό νησάκι, το γνωστό με το όνομα «ο Άγιος Ισίδωρος», που βρίσκεται στον κόλπο Γέρας προς το μέρος της Κουντουρουδιάς, των Λουτρών.
Αργότερα, ο εικονομάχος επίσκοπος κατώρθωσε να αποσπάσει από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Β' τον Τραυλό (820-829) διαταγή, με την οποία εξορίζετω ο Συμεών στη «Λαγούσα», νησί ακατοίκητο απέναντι από τα μέρη της Τροίας. Εκεί πήγε ο Συμεών με τη συνοδεία επτά μαθητών του και παρέμεινε και εκεί πάνω σε στύλο 10 μέτρων, ενώ ο αδελφός του Γεώργιος παρέμεινε στη Μυτιλήνη, φροντίζοντας το μοναστήρι.
Και στο ξερονήσι της Λαγούσας κατέφθαναν πλήθη χριστιανών για να διδαχθούν από τον Άγιο και να πάρουν την ευλογία του.

Αργότερα έφυγε ο άγιος Συμεών στην Κωνσταντινούπολη, όπου κατάλαβε ότι θα προσέφερε απαραίτητες στην Εκκλησία υπηρεσίες και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Νικήτα του Μηδικίου. Με κέντρο το μοναστήρι αυτό περιώδευε από τον Ελλήσποντο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στηρίζοντας με το λόγο του τους χριστιανούς και παρηγορώντας τους διωκομένους πατέρες, που βρισκότανε εξόριστοι σε διάφορα μέρη από τους εικονομάχους. Στις περιοδείες του αυτές εργαζόταν σαν ψαράς, όπου στάθμευε, για να εξοικονομεί ό,τι χρειαζότανε όχι τόσο για τον εαυτό του αλλά για να βοηθά όσους είχανε ανάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δεν δίδασκε μόνο, αλλά με τη χάρη του Θεού θεράπευε αρρώστους και ίδρυσε και γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλές μοναχές.

Μετά το θάνατο του Μιχαήλ του Τραυλού, ο εικονομάχος διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι άγριο κατά της Εκκλησίας διωγμό, κατά τον οποίο συνέλαβε τον Συμεών και τη συνοδεία του με σκοπό να τους κλείσει σε φυλακή και να τους εξαφανίσει. Σώθηκε και από αυτόν τον κίνδυνο με την επέμβαση της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας, αλλά δεν απέφυγε την τιμωρία εκατόν πενήντα ραβδισμών πού διέταξε ο Αυτοκράτωρ, αλλά και την εξορία στην Αφουσία νήσο της Προποντίδος, όπου πήγε μαζί με άλλους διακεκριμένους κήρυκες της 'Ορθοδοξίας, όπως ήταν ό ΘεοΦάνης καί Θεόδωρος, οι λεγόμενοι Γραπτοί και άλλοι πατέρες.
Και σ' αυτόν τον τόπο της εξορίας ο Συμεών έχτισε ναό της Παναγίας και μοναστήρι μαζεύοντας σ' αυτό όλους τους καταδιωγμένους από τους εικονομάχους πατέρες.
Ο Γεώργιος που παρέμεινε στη Μυτιλήνη είχε και αυτός αρκετές ταλαιπωρίες. Ο εικονομάχος επίσκοπος Λέων τον καταπίεζε με διαφόρους τρόπους και τελικά τον έδιωξε από τη Μυτιλήνη, αφού κατέλαβε παρανόμως και πούλησε το μοναστήρι και ό,τι ανήκε σ' αυτό.
Ο Γεώργιος αναγκάζεται να φύγει με τους μοναχούς του μοναστηριού σε ένα «ευτελές και βραχύτατον χωρίον» που το έλεγαν «Μυρσίνα». Αλλά και εκεί ερχότανε και τους εύρισκαν χριστιανοί, κι εκεί δίδασκε ο Γεώργιος και έκαμε πολλά θαύματα.
Όταν πέθανε ο εικονομάχος αυτοκράτωρ Θεόφιλος (842) η Βασίλισσα Θεοδώρα ανακάλεσε από την εξορία όλους τους εξορίστους πατέρες, όπως και τους Συμεών και Γεώργιο. Οι δύο αυτοί μαζί με τον μετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τον ομολογητή, έγιναν οι πιο έμπιστοι σύμβουλοι της Θεοδώρας. Όταν κατά το έτος 843 με την υπόδειξη του Συμεών έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μεθόδιος, ο Συμεών μαζί με τους μαθητές του εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι των αγίων Σεργίου και Βάκχου.
Ο Γεώργιος προτείνεται από τη Βασίλισσα να γίνει επίσκοπος Εφέσου, θέση όμως που δεν δέχτηκε ο Γεώργιος, με πρόφαση την ηλικία του. Ήταν τότε ογδόντα χρόνων. Τέλος, έπειτα από πολλές πιέσεις, δέχτηκε να χειροτονηθεί επίσκοπος για τη Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντομα χειροτονήθηκε και αφού πήρε και από τη Βασίλισσα και από τον Πετρωνά και Βάρδα πολλά δώρα για τους φτωχούς του νησιού έρχεται με βασιλικό καράβι - δρόμωνα – στη Μυτιλήνη συνοδευόμενος από στρατηγούς και αυλικούς της Θεοδώρας.
Η Μυτιλήνη τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χαρά μεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στα χέρια τους το μοναστήρι τους οι άγιοι και γιόρτασαν σ' αυτό, ύστερα από τόσα χρόνια διωγμών, τη γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου 843) και έπειτα από λίγες μέρες έγινε η ενθρόνιση του Γεωργίου στο ναό της Αγίας Θεοδώρας, που ήταν ο Μητροπολιτικός ναός, την 14η Σεπτεμβρίου, εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Ένα χρόνο αργότερα (844) πέθανε ο Συμεών και τον έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας. Τον χειμώνα, τον ίδιο χρόνο, ο Γεώργιος ταξίδευσε στη Γοτθογραικία για να επισκεφθεί άρρωστο φίλο του, τον οποίον με τη δύναμη του Θεού θεράπευσε, προφητεύοντας ότι θα αποθάνει έπειτα από επτά χρόνια, όπως και έγινε.
Επέστρεψε στη Μυτιλήνη και συνέχισε με ελεημοσύνες, διδασκαλίες, θαύματα το έργο του καλού ποιμένος.
Αποφασίζει και μάλιστα χειμώνα καιρό, ένα ταξίδι για τη Σμύρνη, όπου ήθελε να ιδεί πνευματικά του παιδιά και μοναστήρια, που εκείνος ίδρυσε σε οικόπεδα που του είχαν χαρίσει μαθητές του. Στη Σμύρνη όμως παρέμεινε λίγες ημέρες, γιατί εμφανίζεται Άγγελος Θεού μπροστά του και προλέγει το θάνατό του. Επιστρέφει σύντομα στη Μυτιλήνη, όπου περνά όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή, κάνοντας και τη λειτουργία της Μ. Πέμπτης. Καταλαβαίνει ότι ήρθε το τέλος του. Δίνει με συγκίνηση τις τελευταίες συμβουλές και ευχές στα πνευματικά του παιδιά και παραδίνει το πνεύμα του στον Κύριο το βράδυ του Μ. Σαββάτου του έτους 845 ή 846. Τον ενταφίασαν με μεγάλες τιμές στον τάφο του αδελφού του Συμεών.
Έπειτα από χρόνια έφεραν και τα λείψανα του Δαβίδ από το όρος Ίδη και τα τοποθέτησαν και αυτά στην ίδια λάρνακα, η οποία εξυμνείται σαν πηγή θαυμάτων πολλών.
Το μοναστήρι και τα σεπτά λείψανα των αγίων παρέμειναν μέχρι και τον 16ον αιώνα. Μέχρι τότε εορταζότανε η μνήμη των αγίων την 1η Φεβρουαρίου. Είναι άγνωστος ο λόγος που έπαυσε να εορτάζεται και να υπάρχει η σεπτή λάρναξ των αγίων. Που και πως και γιατί εξηφανίσθη; Να υποθέσουμε ότι το μοναστήρι των τριών Αδελφών, το μοναστήρι των «Οσιογεωργιτών», όπως λεγότανε, ήταν στη θέση «Τρία Κυπαρίσια» ή «Σαρή Μπαμπά» και το κατέλαβαν, όπως υπάρχει ιστορική μαρτυρία, οι Τούρκοι και το έκαμαν μουσουλμανικό μοναστήρι (τεκέ) και εξαφάνισαν τα ιερά λείψανα; Τούτο είναι το πιθανότερο που μπορούμε να υποθέσουμε, όπως δέχεται ο καθηγητής Ι. Μ. Φουντούλης. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται και στο παράλληλο γεγονός της ανέγερσης από πολύ παλιά χρόνια του ναού του αγίου Συμεών, στην ίδια περιοχή. Ο ενοριακός ναός του Αγίου Συμεών, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλεως και που συνεορτάζονται σ' αυτόν Συμεών ο Θεοδόχος, Συμεών ο Σύρος Στυλίτης και Συμεών ο Λέσβιος Στυλίτης, δηλαδή ο ένας από τους τρεις αδελφούς αγίους, υπάρχουν σοβαροί λόγοι που μας πείθουν ότι χτίστηκε για να τιμηθεί ο άγιος Συμεών ο Λέσβιος Στυλίτης. Και πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν ότι ο ναός του Αγίου Συμεών χτίστηκε πολύ κοντά, περίπου σε απόσταση 500 μέτρων από τη θέση «Τρία Κυπαρίσσια», που η παράδοση διέσωσε ότι υπήρχε μοναστήρι εκεί (ίσως αυτό των αγίων Τριών Αδελφών) και το κατέλαβαν αργότερα οι Τούρκοι. Και πιθανόν ο ναός να χτίστηκε σε οικόπεδο που να ανήκε τότε στην περιοχή του Μοναστηριού.
Η ονομασία της περιοχής «Σαρή Μπαμπά» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει «κίτρινος Πατέρας», μας βοηθεί να δεχθούμε ότι εκεί εμόναζε ο Συμεών, που από την μεγάλη σκληραγωγία, ζώντας πάνω στο στύλο με φοβερή νηστεία, έπασχε από ασθένεια του ύπατος, που έχει σχέση με τον ίκτερο και ο άρρωστος γίνεται ωχρός, κίτρινος. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο άγιος Συμεών παρουσίαζε όψιν «ημιθανούς», μισοπεθαμένου ανθρώπου και το χαρακτηριστικό χρώμα του νεκρού είναι το κίτρινο. Έχομε, λοιπόν, λόγους να πιστεύουμε ότι εκεί, στα «Τρία Κυπαρίσσια», όπου είναι σήμερα το ναΰδριο του Αγίου Ιωάννου, ήταν το Μοναστήρι των Τριών Αγίων, που απ' την ωχρότητα του αγίου Συμεών πήρε η περιοχή το όνομα «Σαρή Μπαμπά» και ότι ο ναός του Αγίου Συμεών χτίστηκε προς τιμήν του Συμεών του νέου Λεσβίου Στυλίτου. Όπως παρατηρεί ο αείμν. Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος Κλεόμβροτος, θα ήταν απίθανο να χτισθεί εδώ ναός προς τιμήν του άλλου αγίου Συμεών του Στυλίτου, που έζησε στη Συρία και που σε κανένα μέρος της Ελλάδος δεν υπάρχει ναός προς τιμήν αυτού.
Ο αείμν. Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος, ο από Σισανίου και Σιατίστης, με εγκύκλιό του καθώρισε να εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Συμεών την 1η Σεπτεμβρίου, που γιορτάζεται και η μνήμη Συμεών του παλαιού Στυλίτη, ενώ και οι τρεις αδελφοί συνεορτάζονται την 1η Φεβρουαρίου εις το ναΰδριον του Αγίου Ιωάννου στα Τρία Κυπαρίσσια, όπου πιστεύεται ότι υπήρχε το μοναστήρι των Αγίων. Υπό του Υμνογράφου της Μ. του Χριστού Εκκλησίας Γερασίμου Μικραγιαννανίτου συνετάχθησαν σχετικές με τους Αγίους ιερές ακολουθίες.

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Τριάς η των Οσίων, τα της Λέσβου βλαστήματα
Δαβίδ ο θεοφόρος, Συμεών και Γεώργιος,
οι ζήσαντες ισάγγελον ζωήν,
και δόξης μετασχόντες θεϊκής,
πάσι δότε αιτημάτων τας δωρεάς,
τοις πίστει ανακράζουσι∙
Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς,
δόξα τω θαυμαστώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου