Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Κύρια χαρακτηριστικά της Αγιασώτικης Ντοπιολαλιάς2

11. Μεταβολές φωνηέντων: Γενικά σε άτονα φωνήεντα έχουν την τάση ν’ αποβάλλονται, συχνά να συστέλλονται ή να εκτείνονται. Ειδικότερα:
Το άτονο – α – στα συνθετικά με την προσθήκη ανατρέπετε σε – ι – π.χ. ανιγιλώ < αναγελώ, ανιμασώ < αναμασώ, αναφύρνου < αναφέρω, αλλά όταν τονίζεται διατηρείται π.χ. ανάστσιλα < ανάσκελα, ανάμισα < ανάμεσα.
Το άτονο –ε- στην αρχή των λέξεων αποβάλετε ή τρέπετε σε –ι- π.χ. ‘λευτιρους < ελεύθερος, ‘κατό < εκατό & ιργάτς < εργάτης ιργαλείου < εργαλείο.
Σε άλλες περιπτώσεις τρέπεται σε –α- (αρκτικό), π.χ. ακκλησά < εκκλησία, ατζίτζου < εγγίζω κ.λπ.
Στο μέσο των λέξεων το άτονο – ε – ή – αι – τρέπεται σε – ι – π.χ. πίρνω < παίρνω, λιμός < λαιμός, ενώ το τονιζόμενο διατηρείται κανονικά, π.χ. φέρνου, δένου, παίρνου.
Μερικές φορές όμως το τονιζόμενο –ε- τρέπεται σε –ο- π.χ. σόνα < σε σένα, μόνα < σε μένα.
Το άτονο –η- αποβάλλεται πάντα στα πρωτόκλιτα αρσενικά σε –ης και θηλυκά σε –η- . Έτσι τα αρσενικά παροξύνονται πρωτόκλιτα σε –ης κλίνονται ως εξής: γιου ιργάτ’ς, τ’ ιργάτ’, τουν ιργάτ.
Επίσης την ίδια αποβολή έχουμε και στα βαρύτονα θηλυκά της πρώτης κλίσης σε –η- (ακόμη και στα άρθα).
γη λικάν’ , τ’ ς Λέν’ς (της Ελένης), τ’ ν αγαπ’ σ’.
Επίσης το άτονο –η- στο μέσον των λέξεων πολύ συχνά αποβάλετε π.χ. σ΄μαδευγου < σημαδεύω, σ΄κώνω < σηκώνω, κ.λπ., αλλά και διατηρείτε μερικές φορές όπως μηχανή, σημιουμένους (σημαδεμένος), κηφήνα.
Το άτονο –ι- της καταλήξεων των ουδετέρων πάντοτε αποβάλλετε π.χ. λιμόν’, κανόν’, παγών’.
Στο μέσον των λέξεων το άτονο – ι – που προέρχεται από την τροπή του -ε- σε –ι- διατηρείτε π.χ. πιτράδ’ < πετράδι, λιμόν’ < λεμόνι.
Επίσης διατηρείτε και τονιζόμενο –ί- π.χ. δίνου, ρίχτου, πίσου.
Το άτονο -εί- της κατάληξης των ρημάτων στο β’ και στο γ’ ενικό πρόσωπο αποβάλλετε, ενώ διατηρείτε όταν τονίζετε. π.χ. πιάν΄ς, χάν’ς, παίρν’, δίν’, αλλά θαρρείς, χουρεί.
Το άτονο –ο- μερικές φορές αποβάλλετε (π.χ. ακλουθώ < ακολουθώ) συχνότερα μετατρέπετε σου -ου- όπως άπουρος < άπορος.
Έτσι τα ουσιαστικά και επίθετα της β’ κλίσης με κατάληξη –ος- και ουδέτερο –ο- τρέπουν την κατάληξη τους σε –ους- και –ου-. π.χ. άθριπους < άθρωπος, πόνους < πόνος και ουδέτερο παράπουνου, ανάπουδου.
Το άτονο –ου- στο μέσον των λέξεων συχνά αποκόπτεται π.χ. κ’μπί < κουμπί, κ’τσί < κουκί αλλά μούρμουρας, τούμπανου.
Το άτονο –υ- συνήθως αποκόπτεται π.χ. β’ζαίνου, ζ΄γαριά, σ΄μπέθιρους, αλλά τυρί, ζυγά.
Το άτονο –ω- τρέπετε σε –ου- π.χ. μουρό < μωρό, ζουγραφίζου, ζουντανεύγου. Έτσι όλα τα οξύτονα ρήματα σε –ω- καταλήγουν σε -ου- π.χ. βουλιάζου, πιάνου κ.λπ. ενώ τα οξύτονα σε –ώ- το διατηρούν π.χ. πιρνώ, πουνιώ, κ.λπ.
Τέλος ότι σε μερικά οξύτονα σε –λώ ή –νώ αναπτύσσεται ένα –ι- και έτσι παίρνουν την χαρακτηριστική προφορά –λιώ ή –νιώ π.χ. παρακαλώ > παρακαλιώ, πονώ > πουνιώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου