Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Ο φίλος μας Αγιος Ραφαήλ από τη Μυτιλήνη


Αυτή είναι μια παλιά ιστορία από μόνη της αλλά και μια παλιά ιστορία ανάμεσα στον Αγιο Ραφαήλ και μένα. Για να κυριολεκτούμε, είναι ένα παλιό δικό μου χρέος στον Αγιο που -η οικογένειά μου κι εγώ- τον νιώθουμε, διαρκώς, να περιπολεί στις ζωές μας.
Διάλεξα τούτη τη μέρα να ξεκινήσω αυτό το μικρό πόνημα (που θα σας το δώσω σε συνέχειες) γιατί είναι η γενέθλια ημέρα της κόρης μου που την έχω, από χρόνια, ακουμπισμένη στην προστασία του φίλου μας του Ραφαήλ για να αναπληρώνουν οι πρεσβείες Του προς τον Κύριο, την δική μου ανεπάρκεια στην ανατροφή της.
Ο Κύριος, με την μεσιτεία του Αγίου, μας αξίωσε -συν τοις άλλοις- να δούμε τον γυιό της κόρης μας και να τον ονομάσουμε Ραφαήλ.
Ως ελάχιστη έκφραση ευγνωμοσύνης στον ιερό Φίλο μας, ετοίμασα μια σειρά κειμένων με την ελπίδα ότι, σε λίγα χρόνια, θα τα διαβάσει ο εγγονός μου Παντελεήμων-Ραφαήλ, σαν την πρώτη του αληθινή ιστορία.
(Τα στοιχεία αντλήθηκαν από διάφορες πηγές, με βασικώτερη το site
 ΑΓΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ-ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ, από το οποίο κάποια κείμενα ελήφθησαν αυτούσια.)

Λόφος Καρυών,Θέρμης Λέσβου- Δευτέρα 22 Ιουνίου 1959

Εκεί που με αξίωσε ο Θεός να κλάψω πριν κάποια χρόνια και πάντα προσεύχομαι να ξαναπάω με τον εγγονό μου, εκεί που όλα δείχνουν την παραουσία του Ραφαήλ και τα κεριά λιώνουν ως ικεσίες για την προστασία του,στα παλιά χρόνια (όπως αρχίζουν όλες οι ιστορίες) ήταν το ελαιόκτημα του Τούρκου άρχοντα Χασάν - Βέη.
Μέσα υπήρχε ενα ερημοκκλήσι στο όνομα της Παναγίας, που είχε μόνο έναν γέρικο πρίνο και ενα σπασμένο μάρμαρο που χρησιμοποιούσαν ως Αγία Τράπεζα.
Οι κάτοικοι της Θέρμης απο παράδοση συνήθιζαν να ανεβαίνουν κάθε Λαμπροτρίτη και να κάνουν πανηγυρική λειτουργία, χωρίς να τους εμποδίζει ο Τούρκος ιδιοκτήτης του κτήματος.
 Ετσι κι αλλιώς ήταν μια χριστιανική υπόθεση αφού οι Θερμιώτες, συχνά πυκνά, βίωναν υπερφυσικά φαινόμενα. 
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το τουρκικό κτήμα περιήλθε στην προσφυγική οικογένεια Μαραγκού (με θαυμαστό τρόπο), και τον  Ιούνιο του 1959, για να υλοποιήσουν  ενα τάξιμο της μητέρας τους Αγγελικής, ζήτησαν απο τον Μητροπολίτη Ιάκωβο άδεια για να κτίσουν ένα εκκλησάκι.
Την προηγούμενη μέρα, είχαν ανεβή επάνω ο Αγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό, γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς που ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια.
Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.
Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα.
Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο.
 Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς.
"Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό.
Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό.
Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα.
Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό...».
Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα.
Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα.
Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.
Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα."
Ο Τσολάκης προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο, δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σε ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.
Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Αγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Αγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.
Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός.
 Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".
Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου", εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, "που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους.
Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να πλύνουμε τα οστά και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γιαυτό αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε".
Εκείνες τις μέρες, ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο.
Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει, πηδώντας, πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού.
Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω.
Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.
Την προηγουμένη όμως, που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό.
 Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί.
"Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά... τίποτα!
Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου -μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια-. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά.
Απο το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".
 
Αποκαλύψεις.....

Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας.
Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα γιά να βρουν άλλες. Σκάβοντας, ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν.
Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, γιά τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να "ξηλώνουν" τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, γιά να τις χρησιμοποιήσουν.
Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, γιά να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε.
 "Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;".
 Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, γιά να ανάψει κανένα κερί.
Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς.
 Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.
 Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια γιά να πάρει την ευχή του.
Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου.

Σαστισμένη, φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε.
 Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος!
 "Έντρομη έβγαλε μια φωνή "Παναγία μου!", και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.
Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει γιά το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού.
Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της "Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της".
Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. "Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγούνν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;".
"Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι"του άπαντα εκείνη. "Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;".
"Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου".
Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό.
Σε όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός.
Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σε αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε "Τι έπαθες, κόρη μου ; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό".
Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.
Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων.
Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε:
"Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα.
Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή.
Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο.
Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Αλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό.
 Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα".
Με αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.
Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της.
Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της "Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα".
"Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;".
Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά με ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.
Το πρωί παρ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα.
Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· ""Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου".
Εν τω μεταξύ ,μαθεύτηκε σε όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια.
Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.
Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε γιά να σκοτώσει μια αλεπού που πρίν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Απρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού.
Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι γιά τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του...».
Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος.
Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. "Μπα, αγαθός είναι ετούτος" είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου.
Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. "Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;" Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. "Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω... Ε,  δεν με βλέπεις, δεν με ακούς;".
 Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα.
Έκανε γιά πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν με ένα ανερμήνευτο τρόπο.
"Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;" είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.
Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σε ένα φως, σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του γιά αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Αρχισα να τρέχω προς το χωριό και γιά πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε.
"Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος γιά το νερό" σκέφθηκε.
Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε: "Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό.Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς.
Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, για σε πολύ καλό θα μας βγούν, για σε πολύ κακό."

πηγή: http://anazhthseis-elena.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου