Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΤΖΑΝΗΣ ΣΟΥΠΑΣ (Σ' ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ)

Θέτσι του κουρμί ντ του στσιβρουμένου πας στου πιζλέλ', μπρος τν ακκλησιά τσι λόγιαζι τουν κόσμου που μπινόβγινι στουλ'ζμέν, τσ' αστόλ'στ'. Παρθέν'ς καλόγηρους χτύπα του πρώτου σήμαντρου, μια τ' μιγάλ' τν καμπάνα τσι δυό του καμπανέλ', που θαρρείς πς ανοίξαν τα σύμπαντα να καταπιούν τη γλύκα τς μέρας που ξμέρουνι. Κ'στούγιννα, πασίμαδ' (1) σκόλ'.
Ούλ' χαρούμιν', έδιετς φινόνταν μα καθανίνας ξέρ'! Τσι φτος, τώρα στα γέραντ' (2) να καταντίσ' τα πίσου τ' κόζιμ. Φτος πούχι του ιχτιμπάριντ (3) μεσ' του χουριό τσι παραχουριού ακόμα, πούνταν παλ'κάρ ναμστό στουν τζιρό ντ τσι τουνι λουγαριάζαν για κάτιτις...

Ένα σύγκριγιου τουν ανέδραμι πι ντ καρδιά τσι χουχούν'σι τουν αγέρα. Σα να ήθιλι να βγάλ' μαζί μι τν άχνα ντ, τσι του πάθους που χουχλάτσι (4) στα μέσα ντ. Μες στου συννιφέλ' τσ άχνας σιντ, είδι τα ζαμάνια ντ που διαβήκαν τσι παν κατά κακού. Μπόγ' λιτζέρου 'πι τα πρώτα, μουρφόπλουμους τσι γιακισικλής (5). Σα νι διέβινι, πάτγι στου νύχ' μι τα σαλβάρια τα τσουχένια, του ζουνάρ' του μπαρμπαρέζκουτσι του φέσ' του τουνουζλούδκου. Τζανής Σουπάς πιρνά, λέγαν τσι τουνι δείχταν μι του δαχτύλ' που λέγ' ου λόγους. Σουπά του λέγαν μα ήταν τσόλας σαν του σουπά (6) του τζαμίσκουν (7) τσι δένι κάτσι μίγια στου σπαθί ντ.
Τσι δε (8) συ τώρα να γυρίσ' κόζμους τ' απάνου κάτου, να μη στιμέρν' γιόνας τουν άλλουν, να ξιφλίσιν (9) τα παλ'κάρια τσι να γινούν σαν πλαδούλις χώρις καβγάδις τσι κουτραμπάτα.
Τίλουγια ξιπαραλίσαν ούλα τσι γίν' νιρό του αίμα! Να προυζβέρνιτι του παλ'κάρ' απί τα στσύβαλα τσι να μην απουκουτά να σπάσ΄ένα μπουτήρ', γή (ή)στα κακά στινά, να σύρ' του μαχαίρ' 'πι 'τ' μέσ', τσ' ας κλαίν οι μάνις για πιδιά τσι τ' αρφανά για τσύρη.
Τέτγια βαρταλαμίδια (10) τ' λουγιζμού ντ ανοίξαν τσι απουξιχάστσι έφτου να κάθιτι τσι να μη νουγά του τίντα ήθιλι να ποίσ'(11). Σμαζόχτσι σαν του σάλιακα στου καβούτσι ντ, τσι λόγιαζι ένα γύρου.
Γνουρίζντου, ένι γνουρίζντου άθριπους (12), τσι κανίνας δεν τουνι στουχάζντου. Πιάσι να κτσίζ' (13) χιουνέλ' τλούπις (14) ανάργις. Σαν που καθίζαν πάσ' του μούτσνου ντ τ' ήρτι σαν αγουρουξύπνημα απάξπα (15). Τότισου στουχάστσι τουν απουριμό τ' κόζιμ' που τουνι προυτούβλιπι έφτου. Ουρανός έπισι τσι τουνι πλάκουσι. Παρατσίθου (16) γ' άλλ' οι στγιάν' νιαγδίζαν παρακαλιτά μ' απλουμένα χέρια. Κ'τσοί τσ' αόματ', κατατριμέν' απί λουγιώ - λουγιώ καχίρια (17). Σουπάς δεν είχι σακατλίτσ' ιξόν τα γηρατήρια ντ' τ' άραχλα, τσι ντ πείνα που τούνι καταγκούτ'σι να παραδώσ' του κάστρου τς πιρηφάνειας σιντ. Μουδιαζμένους 'πι του κρυγιόμα τσ απί τα βλέματα που τ' πιτούσαν γ' άλλ' γοι στγιάν', βλέματα φαρματσιρά, τσι δυό τρείς νουκτάδις (18), "τσάδε (19) ώ Τζανή στου μαχαλά μας;", "καλουρίζκους τσι καλά διάφουρα", λόπαξι σα κουλουριαζμένους στσύλους σι παραμαχαλά. Πιρνουδιαβαίναν γοι κ'στιανοί μα κανένας δένι στουχάστσι πους κάτσι Σουπάς έφτου σα ζήτουλας. Τσ όγιους του συμπιλέτζι (20) σακίντζι (21) να του ιλιγίσ' γιατί τουνι ξέραν, μα τσι του χέρι ντ ου Σουπάς δεν ίλιγι να τ' απλώσ'. Όσις φουρές του δουκίμασι τσι τουνι ζ'ντύρα (22) κανείς, τούφιρνι στα μστάτσια ντ τσι έκανι πους σφουτζίζιτι μι ντ παλάμη ντ. Τσι του στγιανλίτσ' τέχην' είνι τσι κάθα δ΄λιά θέλ' τουν άθριπου τζ.
Πότι τ' αποφάγ'σι δένι μπόρισι να του γροιτσίσ'. Μέσ' του πέλαγου τς ντρουπής έπισι τσι δεν ίλιγι ακόμα να πάρ' ντ κρυγιάδα ντ. Στουχάστσι ένα γιουλντάσι ντ (23) παλιό που φαγουπσνόταν (24) μαζί, που πέρνα μι του γιό ντ, τσι θέτσι τα μάτια ντ κάτου. Βούρκουσι τσι κατάλαβι του γιαγνίσ' (25) πόκανι να απουμείν΄απάντριφτους σαν απόκαφτρου (26) πιταμένου μέσ' τουν κόμου. Θόλουσι του μυαλό ντ τσι τ' αχείλι ντ ζ'γότριμι στν άκρυγια. Είνι ούλου του κλιάμα τς καρδιάς φτο που δεν πα στα μάτια ουλουσινέ (27) να χύσιν δάκρυγιου τσι να ξιλαφρώσ' γ' άθριπους, παρά βγαίν' πι τουν αστήθου του φαρμάτσ τσι λιών' στου στόμα.
Ένας έκανι τν αρχή τσι τ' ίβαλι στου χέρ' ένα γρουσέλ'. Τό σφιξι σαν τουν πνιμένου που πγιάνιτι π' ένα κλουνί, μα σα να τουνι τσέντρουσι σκουρπιός ιφτάκουμπους (28) βλήθτσι να του στουχαστί. Τότισου ρίξαν μέσ' του χιρβόλι ντ τσ άλλου, ύστιρα άλλου, ως που σασίρτσι (29) τσ' αφήτσι μπόγ'. Που τσι που σχώρα τα πιθαμένα τσι μακάρζι τα ζουντανά. Ένας ξένους αγριγιόστγιανους τουνι πιρέπιζι παραπάνου.
---Καλό ζανάτι διάλεξες Τζανή.
Μόνο που γύρ'σι τσι τουνι κάρφουσι μι τ' ματιά ντ βουβάθ'τσι του χαλ'νάρι ντ.
Απολείτουργα πλιά λασκάρσι κόζμους τσι Σουπάς μέτρα τα γρουσέλια τσι τς πιντάρις. Ούλα ξιχαστήκαν. Τα μάτια ντ πιταλ'δίζαν τσ η καρδιά ντ φρουπέτα μέσ' τουν αστήθου ντ σα χαμουφτιριαρζμένου πλέλ'.
---Φρουκαλιές για τς αυλές, φρουκάλια για τ' γουνιάααααα, ακούστσι γη φουνή τ' Στρατήγ' τ' αόματ' που πέρνα τσι πασπάτιβγι μι του ραβδί ντ τ' στράτα, τσι τουν αγέρα μι τς ματουφλάδις σιντ, που ανιμουστσιπάζαν δυό μάτια άσπρα, χώρις ψήφις (30). Λόγιαζι, λόγους μας (31), αψλά, θάργις πιρήφανα, τσι διαλάλει τς φουρκαλιές σιντ μι μια φουνή καμπάνα, σίγουρ' τσι ντόμπρα.
---Φρουκαλιές καλές για του ντάμ', για τ' γουνιάαααα...
Ατός σιντ τς έκανι μι βρούλα τσι κουνόμνι του καθιμιρνό ντ. Τι σκουρδούλα (32) πούλ'σ ήθιλι να κάν' τέτοια πασίμαδ' σκόλ'! Ποιός αγουράζ' τέτοια χρειγιά Κ'στουγινιάτ'κου! Πιάσ' τα μυαλά ντ μι δυό ξ'λαρέλια. Σαν έφταξι στραβός μπρουστά στου στασίδ' τ' Σουπά σναντίστσι μι του Ξινόφ του Μπουντουρή του δημουγέρουντα που κατέβινι να πα στν ακκλησιά. Τέτγις μέρις πάντα ήθιλι να κάν'΄χαγίρ (34) τσ' ίβαλι μέσ' του χέρ΄τ' στραβού ένα γρόσ'.
---Διάλιξι αφιντικό ποιά θέλ'ς, νταμίσια γή (ή) γουνίσια.
--- Δε θέλου φρουκαλιά. Πάρ' του γρόσ' να πιής καϊβέ.
---Να πάρς του γρόσ' πίσου αφιντικό. Γω δε στγιανέβγου. Πλιώ φρουκαλιές.
---Βρε πάρ' του γρόσ' τσ' άφσι τα σάλια μπάλια, τ' λέγ' Ξινόφς τσι σμουγιλά παραξινιμένους.
---Σάλια μπάλια είνι φτα που κάν΄ς αφιντικό, δε θέλου να μ' ίλιγιγ' ς βερ σιλάμ (35) τσι πέταξι του γρόσ' κατά τ' φουνή.
Σουπάς που τά 'βλιπι τα τρέχουντα, σαν ουρανός μπουλαντζμένους (36) σφάνταξι στς όψις (37), στλώθτσι στα πουδάρια τσ αμόλαρι μια βρουχή απί δικάρις τσι γρουσέλια μεσ' στ' στράτα.
---Άλλους παλαβός, είπι δημουγέρουντας τσι κακάν'ξι. Τότισου ξίπασι για καλά Σουπάς. Σήκουσι του ραβδί, κάλ'ψι τα μάτια ντ, τσι χτύπα. Ποίτσι (38) ένα Ξινόφ να τουν κλαίς. Τρέξαν τσι τουν βάλαν να κάτσ' σ' ένα καριγλί. Σφουντζίζντου τσι μούγκριζι π' ντουν πόνου σα ντανάς. Σουπάς έσυρι του δρόμου ντ, τσι δένι μιταφάν'τσι.
---Γέρασ' τσι πάγ' τσι ακόμα τσ' παλ'καριές δεν τς ξιχάν', είπι ένας.
Σι κάμπουσις μέρις κατέβαζι παπά - Δημήτρης ένα λείψανου τσι μουρμούρζι τα γράμματα μέσ' τουν καταπνά ντ'.
---Φρουκαλιές καλές για τα ντάμια, για τν γουνιάααα...φώναζι Στρατήγ'ς τσ' ανέβιβι.
---Σώπα βρε Στρατήγ' τσι κατιβάζιν λείψανου, τ' είπι ένας τσι τουν πιρέκουψι. Γ' αόματους ίβγαλι του κασκέτου ντ τσι προυσύν'σι. Τσι σα νι μπρουσπέρασι γ' ακλουθιά, δυό γρηγές ήνταν ούλις ούλις, τέσιρς που σκώναν, παπάς τσι του κουπιλαρέλ' που σήκουνι του σταυρό, ρώτ'σι στραβός.
---Ποιός σχουρέθτσι ρε πιδιά;
---Τζανής Σουπάς
---Θιός σχουρέστουν...Φρουκαλιές για τα ντάμια, φρουκαλιές για τς γουνιές...

Γλωσσάρι
1. Επίσημη, 2. Γηρατειά του, 3. Εκτίμηση, 4. Κόχλαζε, 5. Μερακλής, κοκέτης στο ντύσιμο,
6. Πουλάρι, 7. Ατίθασο, 8. Και ιδέ, 9. Εκφυλιστούν,10. Συρτάρια, 11. Κάνει, ποιήσει,12. Ήταν σκοτεινά ακόμα, χαράματα, 13.Ρίχνει, πασπαλίζει, 14. Νυφάδες, 15. Άξαφνα, 16. Παραπέρα, 17. Βάσανα, 18. Υπονοούμενα, 19. Μπα, για κοίτα, εκφράζει απορία, 20. Καταλάβαινε, υποψιαζόταν, 21.Παραμέριζε (εδώ δεν τολμούσε), 22. Έβλεπε, 23 Φίλος του, 24. Γλεντούσανε, κάνανε παρέα, 25. Λάθος, 26. Μισοκαμμένο ξύλο, 27. Κατευθείαν, 28. Με επτά κόμπους, 29. τάχασε, τα μπέρδεψε, 30. Χάντρες, 31. Υποτίθεται, 32. Διάβολο, 33. Στέκι, 34. Ψυχικό, 35. Τελείωσε, αυτό είναι, 36 Αναγουλιασμένος, (εδώ σαν ουρανός έτοιμος να βρέξει) 37. Μούτρα, 38 Έκανε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου