Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ


Στρατής Αναστασέλλης (από ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ - ΚΕΡΑΤΟΖΩΗ)


Τον έφαγε η ξενητιά πέρα 'κει που βολόδερνε. Με το αχ και με το βαχ κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες, ώσπου γίνηκαν σωρός τα χρόνια, μιά ζωή ολάκερη.
Έφερνε στο νού του τα παιδιάστικά του, το σπιτάκι τους, όλα τα συνομήλικά του που σκοτώνονταν στο παιχνίδι μέσ' τα χαλάσματα και τα χαντάκια. Αυτές οι θύμησες τον τραβούσαν να γυρίσει πίσω και του κόστιζε πολύ όποτε λάβαινε γράμμα και τον αναστάτωναν με τα ξεχωριστά τα χαιρετίσματα και με τον καημό της μάνας του, που είχε το καμένο τ' αχείλι να τόνε δεί πριν της βάλουν το κεραμίδι στο στόμα. Νύχτες δεν έκλεινε μάτι, έχανε τον ύπνο του, μα σαν ξημέρωνε ο Θεός την μέρα, τον κατάπαιρνε η δίψα του παρά...

Ο έρμος ο παράς είναι πλάνος.
Άμα βάρυνε το πουγγί του από λεφτά κι η ράχη του από χρόνια, θάτανε σαραντάρης τώρα, ξεπρόβαλε μες στην άνοιξη στο χωριό κι έκλαψε πικρά πάνω στο μνήμα της μάνας του.
Μες στο χωριό τον γνώριζαν, μα δε γνώριζε. Τους γεροντότερους σαν να τους μισοθυμόταν. Του λέγαν το "καλώς όρισες" κι αυτός τους έσφιγγε το χέρι με καλοσύνη και καμάρι για την αγάπη του κόσμου που τη νήστεψε τόσα χρόνια τώρα, γιατί τούχε ξεράνει την καρδιά η ξενητιά. Παντού είχαν ένα καλό λόγο για να του πούνε κι οι νιές κανένα γαρύφαλο κι ένα κλωνί ματζουράνα να του δώσουν. Διάβαινε κι άκουγε τα σιγανομουρμουρίσματα απ' τα πεζούλια, πως είναι ίδιος η μάνα του η συχωρεμένη, όμορφο παλικάρι, πως έφερε μάτσο τα λεφτά και πως θα τρίζουν της μάνας του τα κοκκαλάκια στο κοιμητήρι, Θιός σχωρέστην.
Ακόμα να συνηθίσει ο Αριστής μέσ' το χωριό. Όλα ως και τα σοκάκια, του φαίνονταν μικρά, περιορισμένα, σα να δείλιαζαν να του δείξουν τη χάρη τους και να ξεθαρρέψουν μαζί του. Λαχταρούσε να γίνει πάλι σαν και πρώτα, ένα με τις πέτρες και το χώμα, να φύγει η στιφάδα που έμεινε στο στόμα του. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Στους καφενέδες δεν μπορούσε να βρει ευχαρίστηση, γιατί οι νοικοκυραίοι ανοίγανε το τετραβάγγελο με το να του λένε να αγοράσει κανένα χτήμα, και πως η τάδε κοπελιά είναι μελωμένο φινίκι γι' αυτόν.
Μια Κυριακή, αυγή - αυγή, πήρε τα μονοπάτια νά'βγει από τις σκοτούρες και τα κουτσομπολιά, να ξεκοπαδίσει, να ξανασάνει στο βουνό.
Τώρα ένιωσε να μερώνει η καρδιά του και να τον συνεπαίρνει μία καρδιά παιδιάστικη, απαράλλαχτα σαν τότε που πάγαινε την κατσίκα τους για βοσκή. Θυμήθηκε τις ανεσπάθες που έστηνε για κοτσίφια και τα παγιαυλιά που έφτιαχνε με καστανίτικα βλαστάρια, κι ώσπου να τα καλοκαταλάβει βρέθηκε στα Πόταμα, μια λακωματιά που τη ζώνουν γυρωτρόγυρα τα βουνά, γεμάτη περιβόλια, που τα κλώθουν πλήθος μικρά ποτάμια. Δρασκέλισε δυό τρεις πέτρινες περαματιές και πήρε λαγκάδι-λαγκάδι τον ανήφορο. Ανασκουμπωμένος ως τα γόνατα, τσαλαβουτούσε μες τον ποταμό κ έκανε χάζι ν' ανασηκώνει τις πέτρες, να πιάνει καβούρια, να τ' αφήνει πάλι ελεύθερα και 'κείνα να ξανατρυπώνουν πάλι στα θολάμια τους.
Σε μιά μεριά κάθισε να ξαποστάσει. Ξαφνικά τρίξαν από αντίκρυ τα χαμόκλαδα κι οι βισινιούδες ξάνοιξαν. Δυό χέρια αφράτα παραμέρισαν ζερβά τα κλαδιά και φανερώθηκε μία κοπελιά σαν Άγγελος Κυρίου. Κόπηκε η ανασαμιά του. Μες στα κλαδιά πού' σταζαν δροσιά και γυαλοκοπούσανε σαν πολυέλαια, ήταν αυτή που τον μάγεψε με τα μάτια της και τα νιάτα της, που σκιρτούσαν κάτου από το μπλουζάκι της, σαν αγρίμια μαντρισμένα. Χαμογέλασε 'κείνη κι αυτός βαριανάσαινε σαν χαμένος. Τον καλωσόρισε και βάλθηκε να τον ρωτά. Δε μπορούσε πια εκείνος να βασταχτεί και σύρθηκε ως τον φράχτη.
---Σένα γυρεύω χρόνια τώρα. Δόσ' μου απ' τα χείλια σου το βοτάνι να γειάνω την καρδιά μου που τη μάρανε η ξενητιά. Φίλησέ με κι ας πεθάνω.
---Να σε φιλήσω εκατό φορές ξάδερφε, και πήδησε από το φράχτη σαν ζαρκάδι.
---Ποιά είσαι κοπελιά;
---Δεν είμαι η Λεμονιά, της θειάς σου της Μελισινής;
---Πως να σε θυμάμαι, ύστερ' από τόσα χρόνια;
---Ναι ξάδερφε, τότε πού' φυγες ήμουνα λεχούδι. Μήδε εγώ δε σε θυμάμαι, μα το'μαθα πως ήρθες μας τόπε μιά κουμπάρα μας που'ρθε τα προχτές από το χωριό δω πέρα κι απ' τη φωτογραφία σ' αναγνώρισα. Χαρά στο να μην έρθεις τόσες μέρες να μας δεις. Έλα δα τώρα να φας κανα κεράσι στο περιβόλι, να ξεκαματιστείς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου