Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ -- Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ

ΣΤΡΑΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗΣ

Τ’ ΑΝΗΘΙΚΑ
Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΙ Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ…


Από τη στιγμή που στάθηκε ορθός στα πόδια του, βάσανα και καημοί. Φτωχός να μη γεννιέται κανείς. Ακόμη λαχταρούσε και το ζουμί από τα κουκιά από μία στάλα παιδί – η τύχη το’ φερε και τον έριξε σε φαμίλια φτωχική.
Το χείλι του σαν παιδί, δε γέλασε. Η φτώχεια τον χτυπούσε κατακέφαλα αδιάκοπα, και δε κατάλαβε τίποτα από τις ομορφιές του κόσμου. Άκουγε που λέγανε πως η δουλειά ζαλίζει τη φτώχεια και όταν μεγάλωσε, ρίχτηκε με τα μούτρα....

Δουλειά να ήταν κι ας ήταν ότι ήθελε. Έμαθε και έψηνε ασβέστη και δεν άφηνε ρουμάνι, που να μην τ’ ανοίξει για τα κλαδιά, για νταμάρι για τις πέτρες. Χτυπούσε τη βαριά και το λοστό με κέφι, πώς να έτσι κι αυτός θα αποχτήσει περιουσία.
Δουλειά και οικονομία : δε σταματούσε να πάρει την ανάσα του και σε λίγο έβαλε στην άκρη κάμποσα λεφτά.
Μα να που ο πειρασμός τον καβαλίκεψε στο σβέρκο και του’ βανε στο νου την παντρειά…
Τα βράδια όταν έριχνε τα κλαδιά στο καμίνι, κοιτούσε μέσα ακουμπισμένος στη διχάλα, τη φωτιά και φανταζόταν μία κοπέλα τέτοια που την ήθελε να του κάνει καμώματα με υπονοούμενα, ν’ απλώνει τα χέρια της, να τον περιλούζει με τη ζεστασιά της.
Μέσα στη μαύρη νύχτα, ολομόναχος, τέτοια σκάρωνε με το μυαλό του και όταν κάθονταν να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί στο σπίτι, όλο αυτά δούλευε και ξαναδούλευε στο μυαλό του. Όπως ο αβάφτιστος, κουβαλούσε νερό να γεμίσει την κολυμπήθρα και να τώρα η αποθυμιά αυτή ήρθε και την αναποδογύρισε.
Χτύπησε η καρδιά του να πάρει μία κοπέλα που να τον αγαπά να του λέει ένα καλό λόγο να ημερώνει την καρδιά του που είχε γίνει στουρναρόπετρα από τα βάσανα και την κακοπέραση.
Το απόθεμα όλο και μεγάλωνε με τον καιρό και θάρρεψε, πως όταν πάρει την Καλλιρώ, πού’ χε ένα σπίτι για να βάζουν μέσα τα κεφάλια τους, θα κάνει περιουσία με τη δουλειά του, πως θ’ αγοράσει και κάνα μικρό χτηματάκι, να τον καμαρώσουν οι νοικοκυραίοι του χωριού.
Μπήκε πια στο στόμα του κόσμου ότι θέλει παντρειά και οι προξενήτρες πηγαινοερχόντουσαν. Η Καλλιρώ έδωσε την γνώμη της και μια βραδιά ενωθήκανε.
Νιόπαντροι η ζωή τους κυλούσε μέλι γάλα. Ο Σταύρος δεν πατούσε κάτω από τη χαρά του καθώς ξεχειλούσε αυτή από παντού πάνουθέτου. Με την αγάπη που είχε στο στέφανό του χαλούσε τα βουνά. Μα όμως η καλοκαιριά δεν κρατάει. Ότι γράψει η μοίρα δεν ξεγράφει όσο και αν αγωνίζεσαι…
Κάθε χρόνο γεννιόταν και ένα παιδί και το σπίτι τους το έκαμαν μονοπάτι η μαμή και ο παππάς. Γεννητούρια, γιορτή την τρίτη μέρα που θα κολυμπήσουν το παιδί, βαφτίσια… Βρήκαμε δουλειά που δεν είχαμε. Η φτώχεια τον καταπλάκωσε και δεν μπόρεσε να σηκώσει κεφάλι. Το ερμάρι ξερό, το ψωμοσάνιδο μόνο που το είχανε και κρεμότανε, κουνιότανε το έρημο κι αυτό, σα να κουνούσε το κεφάλι του και να έλεγε : «E! Καημένοι καιροί!».
Μια γατίτσα που είχανε χάθηκε! Βλέπετε και τα ποντίκια ξέρουν που πηγαίνουν…
Τα παιδιά έρημα και σκοτεινά, γυμνά και θεονήστικα. Όποιος έχει παιδιά το στόμα του γίνεται στυφό από τις πίκρες και τα φαρμάκια. Όταν τά’ βλεπαν σκίζονταν τα σωθικά τους, μάνα και πατέρας.
Και κάθισαν και συλλογίστηκαν…
Ρώτησαν και άλλος τους είπε ότι είναι αμαρτία, άλλος πως κάθε παιδί έρχεται στον κόσμο με την τύχη του και κάτι παμπάλαιες γριές που ανεκατεβόντουσαν με τα μάγια, δώσανε στην καλλιρώ κάτι βότανα.
Ίσαμε τώρα τα παιδιά ήτανε οχτώ και τώρα άρχισαν πια ξεθαρρεμένοι. Ώσπου να δοκιμάσουν, είναι αποτελεσματικά ή όχι, ξεπετάγονταν και ένας αχτήμονας, μια που ο φτωχός ξεχνάει τα βάσανά του στη δουλειά και στη γυναίκα…
Έτσι κόβανε την ελπίδα και ησύχαζε και η συνείδησή τους που δεν αμάρτησαν…
Μια μέρα την ώρα που έβαλε φωτιά στο φυτίλι του φουρνέλου κι έκανε να μετατοπιστεί, ο εξαποδός τον περδούκλωσε και έπεσε χάμου. Τότε άκουσε το μπουμπουνητό, έπειτα ο Σταύρος έχασε τις αισθήσεις του.
Τον κατεβάσανε με τη ξυλογαϊδάρα στο χωριό και κατόπιν στην κλινική του Δούκαρου του γιατρού.
Η λαβωματιά ήταν σε επικίνδυνο μέρος μέσα στα σκέλη και όταν τον έραψε ο γιατρός του είπε ότι θα του μείνει ελάττωμα.
---Αχ! Γιατρέ μου, είπε αναστενάζοντας βαθιά με άπειρο πόνο, τώρα πού΄χω φέρει τόση δυστυχία στον κόσμο μου βγαίνουν τα δόντια; Δόξα να’ χεις Θεέ μου μα δεν ήταν να γίνει πρωτύτερα το θαύμα σου;
---Μη λες μεγάλα λόγια είπε η Καλλιρώ και την πήραν τα κλάματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου