ΣΠ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ --ΛΕΣΒΙΑΚΑ
Ο ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ (ΣΚΑΜΝΙΑ)
Ο άρχοντας επάνδρευε του γιό του του Γιαννάκι,
Σαράντα μύλ’ αλέθανη του γάμου το σιτάρι
Κι άλλοι σαραντατέσσηρης αλέθαν του πιπέρι
Κι μεσ’ του χρυσουκάντηλο αλέθαν τη κανέλλα.
Μπαίνει και βγαίν’ ο Γιαννακός, κλαίει κι ανηστηνάζει.
---«Τ’ έχεις, Γιαννάκι μου, κι κλαίς κι βαρειανηστηνάζεις;
Πως έχ΄ς τα ρούχα σου λερά κι τα μηταξουτά σου;»
---«Βάλε φωτιά στα ρούχα μου κι στα μηταξουτά μου !
Όλον τον κόσμο κάλησης, Ανατολή και Δύση,
Μόνου τη πρώτ’ Αγάπη μου γιατί να μη καλέσης;»
---Σύρε Γιαννάκι μ’ πήγαινε, άμε προσκάλεσέ την!»
Κι ο Γιαννακός σαν τ’ άκουσε, το άλογο σελώνει,
Το άλογο καβάλεψε στη Λιγερή πλακώνει.
Την βρήκε και κοιμότανε σε χρυσομαξιλάρι,
Στέκεται , συλλογίζεται , πώς να την εξυπνίση.
Εξύπνησε η Λιγερή και βρήκε τον Γιαννάκο.
---«Καλώς ήλθες Γιαννάκι μου, καλά που μ’ ενθυμήθης !»
---«Όνειρο σ’ είδα Λιγερή, κι ήλθα να το ξηγήσεις.»
---«Πες το Γιαννάκο, πες το μου κ’ εγώ να το διαλύνω.»
---«Μέσ’ σε μια χώρα βρίσκουμουν, μέσ’ σ΄ένα περιβόλι
Και άγουρα δαμάσκηνα έβαζα στη πουδιά μου!»
--«Το περιβόλι είσαι συ, κ’ η χώρα …π’ θα χουρίσεις,
Κι τα’ άγουρα δαμάσκηνα είν’ η γυναίκα π’ παίρνεις!»
---«Πηρικαλώ σε Λιγερή , στο γάμο μου να έρτεις.
Σήκω και συγυρίστηκε κουμπάρα μου να γένης!».
---«Σύρε, Γιαννάκο μ’ πήγαινε, πήγαινε στη δουλειά σου
Κι αυτά τα λόγια που μου λες είνη όλα δικά σου!».
…………………………………………………………………………………
‘Πάγη… κ’ ένα κακό πουλί πάγη και της ελέγει
----«Εσύ κεντάς και συρματάς μαντήλι του Γιαννάκου,
Μα ο Γιαννακός πανδρεύγητη κι άλλη γυναίκα παίρνει.»
---«Πήγαινε εσύ κακόπουλο, πήγαινε στη δουλειά σου
Κι όλα τα λόγια που μου λες είναι όλα δικά σου!»
---«Σαν δεν πιστεύγης Λιγερή, κι σαν έχεις τον νού σου,
Ανέβα πάνου στου μπαλκόν’ κι δε κάτου στου κάμπο
Να δεις τ΄ ασκέρι, π’ ώρχητη στου Γιαννακού το γάμο.
Γελούσε κι αναίβηνη, κλαίγει κι καταιβαίνει!...
---«Πού’ναι μάνα μ’ τα ρούχα μου κι τα μηταξουτά μου,
Ο Γιαννακός παντρεύγητη…κουμπάρα θε να γίνω!»
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο κι του φηγγάρι στήθη
Κι τα χουχλάκια του γιαλού κουμπιά κι δαχτυλίδι
Κι του κουράκου του φτηρό του βάζει ματοφρύδι…
---«Ώρα καλή σας άρχοντες, μητάνια των παπάδων,
Καλησπερίζω τσι φτωχοί, κι γειά των παλληκάρων!»
Παπάδες σαν την είδανε χάσαν τα γράμματά τους,
Κι τα μικρά διακόπουλα χάσανε τα χαρτιά τους!
---«Ψάλε παπά μ’ σαν π’όψαλες, διάκου μ’ σα π’ καλουνάρχας
Κι σεις μικρά διακόπουλα, για βρήτη τα χαρτιά σας
Κι με την εμμουρφάδα μου Θεός μου την ηδώκη!»
Ανηστηνάζει ο γαμπρός κι των παπάδων λέγει :
---«Παπά μ΄αν είση χριστιανός κι αν είσι βαφτισμένος
Παρέσυρη τα στέφανα κι βάλ’ τα στην …κουμπάρα!»
………………………………………………………………………………………………………………….
---«Σύρε, μανούλα μ’ πάρε με!.... στου όνειρου μ’ του είδα :
Μου έδινης του χρυσαητό απού τη Βαβυλώνα…
Κι έσυρη άλλ’ κι πήρε τον!...
Που να μην τον κηρδέση!
Της Παναγιάς τα ‘ννιά μηρα τα μαύρα να φουρέσει!...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου