Τι έχεις και βλέπεις έτσι συλλογισμένος αυτό το καΐκι; ρωτάει η Μαριγή το Φώτη, τον άντρα της, εκεί που καθότανε κοντά στο παράθυρο, κατά το γιαλό.
— Να, βλέπω τη θάλασσα, και θαμάζω την ομορφιά της. Τι βλέπω!
— Δεν έβλεπες τη θάλασσα. Το καΐκι έβλεπες. Τι είναι αυτό το καΐκι;
— Καλά, το ’βλεπα και το καΐκι με τ’ άσπρα πανιά του.
— Και τι συλλογιούσουν;
— Τι καλά να μας φέρνει!
— Χριστέ και Παναγιά μου! Να μη θέλει μαθές αυτός ο χριστιανός να μου πει κι ένα στοχασμό του!
Κι έφυγε η Μαριγή θυμωμένη.
Έμεινε μονάχος του ο Φώτης. Έριξε μια ματιά κατά την πόρτα χαμογελώντας, κούνησε το κεφάλι του, κι άρχισε να μιλάει μοναχός του:
— Έβλεπα, έβλεπα, και που να σου τα λέω. Μαριγή μου, τι έβλεπα! Τη μοίρα σου και τη μοίρα μου έβλεπα. Την αγάπη μου και την ελπίδα μου έβλεπα. Να τι έβλεπα.
- Και γύρισε πάλι κατά τη θάλασσα και κοίταζε το καΐκι ο Φώτης.— Να το, κι αράζει πάλι. Κάτω τα πανιά, μάγινα το σίδερο. Όξω οι ναύτες και ίσια στο καπηλειό. Όξω τα βαρέλια κι οι βρόμες. Να τες οι γλυκές οι ελπίδες. Κατέβα και πήγαινε να τις δεις και να τις καμαρώσεις. Σαρδέλες και σιντίνα!Και στάθηκε πάλι συλλογισμένος.
— Είναι τώρα τρία χρόνια που έβλεπα μια βαρκούλα, μακριά-μακριά, στου πελάγου την άκρη. Εν’ άσπρο σημαδάκι, και τίποτις άλλο. Μα τι ομορφιά που την είχε στα γαλάζια νερά! Το κοίταζα και δεν το χόρταινα. Σιγά σιγά από σημαδάκι έγινε σωστό πανί, ένα πανί και καλό το είχε η αξέχαστη εκείνη βαρκούλα. Μα τι πεταλούδα ήταν εκείνη! Τι μαγευτικό πράμα! Χρόνος πέρασε, κι ακόμα έπαιζε η βαρκούλα στα γαλάζια νερά! Άλλος ένας χρόνος, κι έβλεπες και το χαριτωμένο σκαφάκι της, που τάσκιζε τα κύματα κι όλο ήρχουνταν, ήρχουνταν. Ακόμα λιγάκι, κι έβλεπες και τα ναύτη μες στη βαρκούλα. Τι μαγευτικό πράμα. Τι Θεός εκείνος που αρμένιζε εκεί μέσα! Έλεγε κι έπαιζε με τη θάλασσα το σκαφάκι, καθώς επλησίαζε την ακρογιαλιά. Έτσι σου ερχότανε να τρέξεις και να τ’ αγκαλιάσεις. Τ’ άκουγες τώρα το γλυκό μουρμουρητό του αφρού που σήκωνε η πεταχτή πλώρη του, τ’ άκουγες και το πανάκι που πετούσε στ’ αγέρι καθώς κατέβαινε. Κατέβηκε το πανί. Σηκώνετ’ ο ναύτης, το δένει, παίρνει το κοντάρι, και φέρνει τη βάρκα κατά την ακρογιαλιά. Τρέχω να πηδήξω μέσα και να τη χαρώ τη βαρκούλα. Τι πράμα ήταν εκείνο! Τι ανυπόφερτη σιντίνα και ψαρίλα, τι παλιόξυλα και κατραμωμένα σκοινιά ριχμένα δω και κει! Κι ο ναύτης! Τι χαμένο κορμί, που μήτε με καλημέρισε! Αχ, ήταν η αγάπη μου κι η ελπίδα μου! Κατάλευκη βαρκούλα στα μακριά, και στ’ άραγμά της — ψαρόβαρκα!
ευχαριστούμε την φίλη μας Eva Delhnikolh
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου