Το χωριό
Η Αγιάσος είναι ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Λέσβου με πλούσια εμπορική κίνηση και έντονη λαογραφική παράδοση, σκαρφαλωμένο στους πρόποδες της Β.Α. πλαγιάς του Ολύμπου, μέσα σε άφθονη βλάστηση.
Δρόμοι στενοί, γραφικοί, ανηφορικοί, σας γυρίζουν πραγματικά σε μια άλλη εποχή. Σπίτια απλά, αλλά ταυτόχρονα εντυπωσιακά, με ξύλινα μπαλκόνια και γλάστρες με κάθε λογής λουλούδια.
Οι κάτοικοί του, άνθρωποι “ιδιαίτεροι”, που διακρίνονται κυρίως για την οξύνοια, την εργατικότητα , την έντονη πνευματικότητα, μα και για το μόνιμα καλοπροαίρετο περιπαιχτικό τους ύφος, εκπέμπουν φως και γίνονται μεταγωγοί ψυχικής καλλιέργειας σε όλους με όσους συναναστρέφονται. Δασκαλομάνα λέγεται από πολλούς η Αγιάσος και είναι αλήθεια, αφού ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών προέρχονται από αυτήν.
Η περιοχή της Αγιάσου είναι γεμάτη από πράσινο. Εκτάσεις από καστανιές, καρυδιές, μηλιές, βυσσινιές, καθιστούν το τοπίο μοναδικό σε φυσική ομορφιά χειμώνα - καλοκαίρι. Η ανθοφορία της περιοχής είναι πολύ αξιόλογη, κυρίως την Άνοιξη. Ανεμώνες με φανταστικά χρώματα κυκλάμινα, παιώνιες και άγριες ορχιδέες έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα του μαγευτικού τοπίου.
Το χωριό έχει δύο εισόδους η πάνω και η κάτω, μια που σας οδηγούν αντίστοιχα στο πάνω και κάτω μέρος του χωριού. Αν θέλετε να διαλέξτε την πάνω είσοδο, θα πρέπει να πάρετε λίγο πριν φθάσετε στο χωριό, στο Σταυρί, τη διασταύρωση που οδηγεί στο Μεγαλοχώρι και βρίσκεται στα αριστερά της κύριας οδικής αρτηρίας.
Η μετοίκηση μεγάλου πλήθους ανθρώπων στις αρχές του 18ου αιώνα στην Αγιάσο, και μάλιστα πολλών καλών τεχνιτών κάθε είδους και η αντιμετώπιση των αναγκών που δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση ενός χωριού, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών βιοτεχνιών που τα προϊόντα τους άριστα ποιοτικά έγιναν γρήγορα γνωστά και περιζήτητα σε όλο το νησί.
Από τα τέλη του περασμένου αιώνα μάλιστα η δημιουργία πέντε ατμοκίνητων ελαιοτριβείων δημιούργησε βιοτεχνίες κατασκευής ειδικών σάκων για τον πολτό της ελιάς.
Σήμερα η ραγδαία εξάπλωση της νέας τεχνολογίας είχε σαν αποτέλεσμα να εξαφανισθεί το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της δραστηριότητας. Το γεγονός αυτός αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους από το 1952 και για αρκετά χρόνια μετά, η Αγιάσος αιμορράγησε, χάνοντας με τη μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, μεγάλο, μέρος από το ανθρώπινο δυναμικό της.
Το όνομα
Το όνομα προέρχεται από την επιγραφή της Ιερής Εικόνας της Παναγιάς που έφερε ο Αγάθων από τα Ιεροσόλυμα ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ. Αγία Σιών η εικόνα, Αγία Σιών το μοναστήρι. Οι πιστοί που θα πήγαιναν για προσκύνημα έλεγαν: “Πάμε στην Αγία Σιών” ή “πάμε στην ΑγιάΣων” και η αιτιατική ηχητικά “Αγιάσον” έγινε και ονομαστική “Αγιάσος”.
Έτσι η Παναγία είναι η αιτία όχι μόνο της δημιουργίας του χωριού αλλά και της ονομασίας του. Κι αυτό οι Αγιασώτες το έχουν συνειδητοποιήσει και τρέφουν απεριόριστο σεβασμό προς τη Θεομήτορα, πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτόν που τρέφει οποιοσδήποτε πιστός.
Το ιστορικό του χωριού
Η ιστορία του χωριού είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Παναγιάς, της Παναγιάς της Αγιάσου.
Γυρίζοντας πίσω τις σελίδες της ιστορίας κατά 1200 χρόνια σταματάμε για λίγο στο Βυζάντιο, κάπου στα τέλη του όγδοου αιώνα - περίοδος εικονομαχιών. Στη Κωνσταντινούπολη, ο ιερέας του παρεκκλησίου των ανακτόρων Αγάθων ο Εφέσιος, εικονόφιλος, πέφτει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Λέοντος του Α και αυτοεξορίζεται στα Ιεροσόλυμα. Στις αρχές του 802μ.Χ. πληροφορείται ότι στη Λέσβο ήταν εξόριστη η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, και αυτή εικονόφιλη. Θέλοντας να τη συναντήσει, μα και για να είναι πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, φεύγει για τη Λέσβο παίρνοντας μαζί του μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας , έναν Ασημένιο Σταυρό με Τίμιο Ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο και άλλα κειμήλια.
Φθάνει στο νησί. Η Ειρήνη η Αθηναία εν τω μεταξύ είχε πεθάνει και ο Αγάθων ακολουθώντας ρεύματα χειμάρρων βρίσκει ένα δασωμένο και έρημο μέρος, για να μείνει και να γνωρίσει με ασφάλεια το περιβάλλον. Στο μέρος αυτό, που είναι στη Καρυά, εκεί ακριβώς όπου υπάρχει σήμερα το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής με το Αγίασμα, έκρυψε τα Ιερά κειμήλια και έφτιαξε σκήτη.
Ήρθε σε επαφή με τους κατοίκους των κοντινών χωριών Καρύνης και Πενθίλης, απέκτησε την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους και τους αποκάλυψε το μυστικό του δηλώνοντας ότι το εικόνισμα της Παναγιάς - διαστάσεων 0,86x 0,62, το είχε ζωγραφίσει σε κηρομαστίχα ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Το εικόνισμα έφερε την επιγραφή "Μήτηρ Θεού, Αγία Σιών". Αγία Σιών λεγόταν τότε η Ιερουσαλήμ. Με την πάροδο του χρόνου η μικρή και ταπεινή σκήτη εξελίχτηκε σε μοναστήρι, όπου συγκεντρώθηκαν ευσεβείς άνδρες απ' τα γειτονικά χωριά.Όταν στις 2 Φεβρουαρίου 830 κοιμήθηκε εν Κυρίω ο γέροντας Αγάθων, οι μοναχοί εκτελώντας την τελευταία θέλησή του εξακολούθησαν να διατηρούν μέσα στη κρύπτη της μονής, την ιερή εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια. Αιτία του φόβου των μοναχών της μονής ήταν οι εικονομάχοι, αλλά και οι πειρατές, που λυμαίνονταν τα νησιά και τις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Κατά το έτος 842 η Ορθοδοξία θριάμβευσε και επακολούθησε η αναστήλωση των ιερών εικόνων σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η σκήτη του Αγάθωνος έγινε από τότε τόπος προσκυνήματος. Η Παναγία του Ευαγγελιστή Λουκά έγινε γνωστή όχι μονάχα στο νησί αλλά και σ' ολόκληρη την αντικρινή Αιολίδα. Δυο προσκυνήματα στην Αγία Σιών ισοδυναμούσαν με έναν στους Αγίους Τόπους.
Η εκκλησία της Παναγιάς
Η πρώτη εκκλησία της Παναγίας
Το 1170, οι καλόγεροι της Καρυάς, έχτισαν με άδεια του Κωνσταντίνου Βαλέριου την εκκλησία της Παναγίας, στο ύψωμα που βρισκόταν τα οστά του Αγάθωνα. Ο ναός αυτός διάνυσε μακρό βίο. Έζησε 636 χρόνια. Γύρω στην εκκλησία σχηματίστηκε ένας μικρός οικισμός που πήρε το όνομα Αγία Σιών (Αγιάσος), ο οποίος εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε μεγάλη και αξιόλογη κωμόπολη. . Όταν το νησί υποδουλώθηκε στους Τούρκους, πολλοί χριστιανοί πήραν τις οικογένειές τους και κατέφυγαν στην εκκλησία της Παναγίας για να σωθούν.Το 1701 η Αγιάσος με σουλτανικό φιρμάνι πήρε το δικαίωμα να μην πληρώνει φόρους. Ο Τούρκος διοικητής της περιοχής, που είχε την έδρα του στη Συκούντα, αρρώστησε βαριά. Απελπισμένος δέχτηκε να τον θυμιάσουν, να τον ραντίσουν με το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής. Και το θαύμα έγινε. Ο Τούρκος ενθουσιασμένος ήθελε να κάνει ένα μεγάλο δώρο στην εκκλησία της Παναγίας, αλλά κάτι τέτοιο το απαγόρευε το Κοράνιο. Πήγε λοιπόν στην Πόλη και έφερε το φιρμάνι να μην πληρώνει κανείς απ' τους κατοίκους της Αγιάσου φόρο, όχι μονάχα στους Τούρκους αλλά και στη Δημογεροντία της Μυτιλήνης. Το προνόμια αυτό έκανε τους κατοίκους της γύρω περιοχής να έρχονται και να μένουν στην Αγιάσο για να αποφύγουν τη φορολογία.
Η Αγιάσος έγινε το φημισμένο κέντρο χειροτεχνίας. Στα 1729 οι οικογένειας του χωριού είχαν φθάσει τους 500.
Το φιρμάνι καταργήθηκε το 1783.
Η δεύτερη εκκλησία της Παναγιάς
Επειδή όμως ο πρώτος ναός ήταν πλέον ετοιμόρροπος και επικίνδυνος, λόγω της φθοράς του χρόνου, κατά το έτος 1806 με την πρωτοβουλία το τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμίου και των προκρίτων της Αγιάσου κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέος ναός, μεγαλύτερος, παρόλο που οι τουρκικές αρχές είχαν δώσει αυστηρή εντολή να αναγερθεί ο νέος ναός πάνω στα θεμέλια του παλαιού. Οι εργασίες για τον εξωτερικό και εσωτερικό καλλωπισμό του ναού κράτησαν πολλά χρόνια. Ο διάκοσμος του ναού ήταν βαρύτατος, όπως και του παλαιού, γιατί τα δωρήματα των χριστιανών ήταν πλούσια. Ο ναός απόκτησε ωραία έργα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, όπως το τέμπλο, ο θρόνος, ο άμβωνας, τα προσκυνητάρια.
Η Τρίτη εκκλησία της Παναγιάς
Ενώ οι τεχνίτες εργαζόταν ακόμη για τα έργα της ξυλογλυπτικής ξαφνικά τη νύχτα της 6ης Αυγούστου 1812, ο ναός έγινε παρανάλωμα της φωτιάς, κατά τη μεγάλη πυρκαγιά, που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της κωμόπολης. Ευτυχώς από τις εικόνες του τέμπλου μόνο μία, η εικόνα του Χριστού, καταστράφηκε, όλες δε οι άλλες διασώθηκαν. Απερίγραπτη ήταν η λύπη και η οδύνη που κατέλαβε τις ψυχές των ευσεβών χριστιανών της Αγιάσου και βαρύτατο το πένθος, που κάλυψε ολόκληρο το νησί για την καταστροφή του μεγάλου αυτού χριστιανικού μνημείου.
Κάτω το έτος 1815 με τις δωρεές, τις οποίες με ενθουσιασμό προφέρουν οι Χριστιανοί της Αγιάσου, και με τους εράνους, που ενεργεί ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος με απεσταλμένους του στην επαρχία, αλλά και στα απέναντι μέρη της Μικρός Ασίας, ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα.
Ο ναός κτίστηκε ύστερα από άδεια τους Σουλτάνου Μαχμούτ του Β, που χορηγήθηκε ύστερα από αίτηση των κατοίκων της Αγιάσου, με τον όρο να μη γίνει μεγαλύτερος απ' τον παλιό. Το μήκος του ναού είναι 32,20m και το πλάτος 26,20 Είναι βασιλική τρίκλιτη και έχει τρεις αψίδες με τρεις άγιες Τράπεζες, απ' τις οποίες η δεξιά είναι αφιερωμένη στον ’γιο Χαράλαμπο και η αριστερή στην ’γιο Νικόλαο.
Για την αποπεράτωση του ναού πουλήθηκαν όλα σχεδόν τα εκκλησιαστικά κτήματα. Το έτος 1816 έγινε ιδιαίτερος έρανος, μεταξύ των χριστιανών στις πόλεις και τα χωριά της Αιολίδας, για να συμπληρωθεί ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού. Επί είκοσι χρόνια ειδικοί τεχνίτες καταγίνονταν με την κατασκευή του τέμπλου, του θρόνου και του άμβωνα.
Η εκκλησία της Παναγιάς είναι ένα πραγματικό ανάκτορο πίστης. Τα αφιερώματα αποτελούν ένα θησαυρό αμύθητης αξίας. Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες κοσμούν το ναό, και δημιουργούν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σ' ένα χώρο βυζαντινής, θρησκευτικής ομορφιάς.
Μια δεύτερη πυρκαγιά, στα 1877, έκαψε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, όχι όμως και την εκκλησία, Τα σπίτια, που μέχρι τότε ήταν από τη μέση και πάνω ξύλινα και προεξείχαν στους στενούς δρόμους χτίστηκαν ξανά πέτρινα και οι δρόμοι μεγάλωσαν. Το χωριό πήρε τη σημερινή μορφή του.
Η Αγιάσος σήμερα έχει περίπου 3000 μόνιμους κατοίκους, ενώ την δεκαετία του 60 είχε περίπου 8000.
Η Γιορτή της Παναγίας
Το πανηγύρι της Παναγιάς γίνεται στις 15 Αυγούστου. Από την 1 Αυγούστου οι προσκυνητές συρρέουν στα κελιά και στον αυλόγυρο της εκκλησίας όπου "δεκαπεντίζουν" διανυκτερεύοντας στην ύπαιθρο. Η κωμόπολη παίρνει μια όψη πανηγυρική. Οι προσκυνητές φθάνουν με όλα τα μέσα και πολλοί ξεκινούν απ' τη Μυτιλήνη και από τ' άλλα χωριά του νησιού, με τα πόδια, απολαμβάνοντας την ομορφιά της λεσβιακής Αυγουστιάτικης νύχτας. Σταθμός της όλης αυτής διαδρομής είναι η Καρύνη. Σχεδόν όλοι οι προσκυνητές σταματούν στα αιωνόβια πλατάνια για να ξαποστάσουν για λίγο, όπου συνήθως στήνεται ένα παραδοσιακό γλέντι. Απ' εκεί οι πιο αποφασισμένοι παίρνουν ένα παλιό πλακόστρωτο μονοπάτι τη "πατωμένη" όπως είναι γνωστό, όπου ανάμεσα στους ελαιώνες, έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν πιο γρήγορα στην Αγιάσο. Το χωριό σφίζει από κίνηση όλο το βράδυ της Παραμονής της Γιορτής. Η πόλη της Μυτιλήνης κυριολεκτικά αδειάζει και ο κόσμος της βρίσκεται εκεί στην Αγιάσο και πηγαινοέρχεται στην εκκλησιά στα γραφικά πλακόστρωτα, στις πλατείες, στο Κήπο της Παναγιάς. Οι μικροπωλητές απλώνουν παντού τις πραμάτιες τους, οι ντόπιοι προβάλουν με το καλύτερο τρόπο τα τοπικά προϊόντα όπως χαλβάς, ξυνόμηλα αχλάδια καρύδια ενώ η μυρωδιά της ρίγανης και του φασκόμηλου, δεν αφήνουν κανέναν από τους επισκέπτες ασυγκίνητο. Πολλούς απ αυτούς τους βρίσκει το ξημέρωμα και η πρωινή δροσιά του βουνού. Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά γιορταστική, η εμπειρία για τον κάθεναν που θα βρεθεί εκεί, μοναδική.
Την ημέρα της γιορτής της Παναγίας ύστερα απ' τη καθιερωμένη λειτουργία γίνεται επίσημα η περιφορά της εικόνας γύρω από το ναό.
Αξιοθέατα
- Η εκκλησιά της Παναγιάς, βασικός πόλος έλξης όλων των επισκεπτών είναι τρίκλιτη Βασιλική, περιτριγυρισμένη από ψηλούς τοίχους, αφού παλιά ήταν μοναστήρι. Στο τέμπλο μπροστά, σε μια επικλινή βάση, βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα του 4ου αιώνα μ.Χ. που έφερε ο Αγάθων ο Εφέσιος από τα Ιεροσόλυμα. Από πάνω ακριβώς πιστό αντίγραφο του 12ου μ.Χ αιώνα, καλυμμένο με ασημένιο επίχρυσο φύλλο, Ένα μεγάλο πλήθος παλιών Βυζαντινών εικόνων είναι τοποθετημένο σε προθήκες. Περισσότερες πληροφορίες για το ναό, θα βρείτε στο ιστορικό του χωριού .
- Ο "Κήπος της Παναγιάς" μια ολόδροση περιοχή απ΄ όπου υπάρχει μια καλή θέα του χωριού από κάτω προς τα πάνω. Εδώ θα βρείτε και ένα θεόρατο πλάτανο 600 ετών, όπου όπως αναφέρεται κάτω από τα επιβλητικά κλαδιά του χόρεψε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
- Τα παρεκκλήσια των "Αγίων Αποστόλων" - μέσα στον αυλόγυρο του ναού της Παναγίας με αξιόλογη αρχιτεκτονική και
της "Ζωοδόχου Πηγής" , όπου κατά την παράδοση στη θέση αυτή υπήρχε η Σκήτη του Κομιστή της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, Αγάθωνος του Εφέσιου κατά τους χρόνους της εικονομαχίας. - Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδας Αγιάσου
Βρίσκεται στη περιοχή “Καμπούδι” στη πάνω είσοδο του χωριού. Είναι ο δεύτερος μεγάλος Ναός της Αγιάσου. Χτίστηκε το 1870 και είναι πιστό αντίγραφο της εκκλησίας τους Παναγίας και των άλλων Βασιλικών του 18ου αιώνα που επικρατούσαν στη Λέσβο.
Έχει πολλές αξιόλογες εικόνες, μερικές από τις οποίες χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, Άξιο μνείας είναι το καμπαναριό της εκκλησίας μικρό και κομψό.
Στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος που είναι το πανηγύρι της εκκλησίας αρχίζει ουσιαστικά η καλοκαιρινή περίοδος για τις δραστηριότητες του χωριού.
Η επίσκεψη στην εκκλησία είναι πολύ εύκολη αν μπείτε στο χωριό απ’ την πάνω είσοδό του, που θα τη βρείτε στρίβοντας στη διασταύρωση αριστερά, προς Μεγαλοχώρι. - Η πλατεία της Αγοράς με το νεοκλασικό καφενείο καφενταρία.
- Το "Καστέλι" ένα φανταστικό ύψωμα κατάφυτο από πεύκα στα βορειοδυτικά της κωμόπολης και σε υψόμετρο 600m. Εκεί ανάμεσα σε ανθόκηπους και λαχανόκηπους βρίσκεται και το γραφικό εκκλησάκι του Ταξιάρχη. Διακρίνονται ακόμη κατάλοιπα μεσαιωνικής οχύρωσης.
- Λίγο πρίν ανηφορίσουμε για την Αγιάσο η "δεξαμενή της Καρύνης" ρωμαϊκής εποχής βουτηγμένη ανάμεσα σε αιωνόβια πλατάνια, ένα απ’ τα οποία είναι ξακουστό για την τεράστια κουφάλα του.
- Λαογραφικό Μουσείο
Λειτουργεί στο χώρο της αυλής του Ναού. Εδώ υπάρχει μια εξομοίωση με δωμάτιο Αγιασώτικου σπιτιού. Περιέχει πολύτιμα έργα λαϊκής τέχνης (κεντήματα, υφαντά, ενδυμασίες, παλαιά χάλκινα οικιακά σκεύη και άλλα), παλαιό τιμαλφή από δωρεές πιστών ( δακτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, κουλαγίνες, καρφίτσες, πόρπες κλπ.) νομίσματα παλιά κ.ά., ενώ μια "Αγιασιώτικη γωνιά" απεικονίζεται σ' ένα τμήμα του Μουσείου. - Εκκλησιαστικό Μουσείο
Λειτουργεί στον περίβολο του Ναού. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια που εκεί εκτίθενται ο τίμιος Σταυρός στον οποίο υπάρχει το τίμιο ξύλο, τα ιερά λείψανα των αγίων, τα ιερά σκεύη, οι παλαιές κανδήλες (18ου αιώνα), το χρυσό κεντητό επιτραχήλιο (16ου αιώνα) , τα χρυσοκέντητα επιμάνικα, ο κεντητός επιτάφιος της Παναγιάς, κεντητά καλύμματα, ένα παλαιό προσκυνητάρι, ένα παλαιό "Βενετσιάνικο" έπιπλο κ.ά
Λαϊκή τέχνη
Κεραμική
Η Κεραμική τέχνη στην περιοχή της Αγιάσου είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η κωμόπολη.
Με τη μεταφορά της εικόνας της Παναγιάς και των άλλων κειμηλίων και τη δημιουργία του μοναστηριού, η Αγιάσος έγινε τόπος προσκυνήματος με αποτέλεσμα τη συρροή πλήθους πιστών, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς, δημιουργείται η ανάγκη μιας αυξημένης παραγωγής πήλινων αντικειμένων, για να καλύψει τις διάφορες ανάγκες του πλήθους των ευσεβών, όπως κουμάρια για το νερό, πινάκια κλπ.
Ακόμα, αρχίζουν να κατασκευάζουν ένα καινούργιο είδος , ένα μικρό δοχείο σε σχήμα στάμνας που το χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές για να μεταφέρουν τον αγιασμό στο σπίτι τους όπως και διάφορα μικρά διακοσμητικά αντικείμενα από πηλό.
Αξίζει να σημειώσουμε πως εδώ στην Αγιάσο, λόγω της αυξημένης αυτής ζήτησης και των τεχνιτών που έφτασαν από το Τσανάκ – Καλέ της Μικράς Ασίας, η κεραμική τέχνη βρίσκεται σ’ ένα πιο προχωρημένο στάδιο από ό,τι βρίσκεται στ’ ανατολικά του νησιού.
Λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν οι τσουκαλάδες της περιοχής (αγγειοπλάστες) όπως και άλλα επαγγέλματα είχαν οργανωθεί σε σωματεία, τα λεγόμενα σινάφια. Μαρτυρία για το σινάφι των Αγιασωτών τεχνιτών αποτελεί ένα κουτί- κουμπαράς, που διασώθηκε και χρονολογείται από το 1864.
Όλη όμως αυτή η άνθιση της κεραμικής τέχνης στην Αγιάσο, αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά μαζί με τον παλιό τρόπο ζωής, τις νέες ανάγκες των ανθρώπων και την εισβολή των καινούργιων και πιο ανθεκτικών υλικών.
Έτσι ενώ πριν από 40 χρόνια υπήρχαν 10 τσουκαλάδικα σήμερα υπάρχουν μόνο δύο. Παρ’ όλα αυτά η ιδιαιτερότητα στην αγγειοπλαστική τέχνη είναι φανερή και στους σημερινούς επισκέπτες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης τεχνικής που δεν θα συναντήσετε πουθενά αλλού είναι τα μικροαντικείμενα καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα. Τα θέματα αυτών των αναμνηστικών είναι παρμένα από σκηνές της καθημερινής αγιασώτικης ζωής όπως γαϊδουράκια φορτωμένα, βοσκοί, γυναίκες που γνέθουν, κουμάρια για τα μικρά παιδιά που “κελαηδούν” με νερό κ. ά.
Αυτά τα έπλαθαν χωρίς τη βοήθεια του τροχού. Σήμερα χρησιμοποιούν γύψινα καλούπια. Στην συνέχεια, μετά από μια τελική επεξεργασία που τους γίνεται για να χαθούν τα σημάδια των καλουπιών, τα ζωγραφίζουν δίνοντάς τα πραγματικά χρώματα των προτύπων που απεικονίζουν.
Ξυλογλυπτική
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η παραδοσιακή τέχνη της ξυλοτεχνίας σε ξύλο ελιάς και καρυδιάς. Ξακουστές είναι οι αγιασώτικες σκαλιστές εικόνες αλλά και τα σκαλιστικά έπιπλα δουλεμένα στο χέρι με ιδιαίτερο μεράκι από έμπειρους τεχνίτες.Η παράδοση της ξυλογλυπτικής πρέπει να ξεκινάει από τις τεχνίτες που έφτιαξαν το ξυλόγλυπτο τέμπο της εκκλησιάς της Παναγίας το 1812. Ηταν Έλληνες της Μικράς Ασίας και οι βοηθοί τους πανέξυπνοι Αγιασώτες που κληρονόμησαν τη τέχνη τους. Οι οικογένειες των Σεντουκάδων, ονομάστηκαν έτσι, γιατί κάποια μέλη τους έφτιαχναν πολύ καλά σεντούκια. Παρά πολλά σπίτια στη Αγιάσο έχουν παλιά έπιπλα (κυρίως σεντούκια) διακοσμημένα με ξυλόγλυπτα σχέδια.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, την τέχνη άσκησε από το 1950 και μετά ο Δημήτρης Καμαρός, που είχε παππού ξυλογλύπτη. Τα σκαλιστά του έγιναν γνωστά και ονομαστά όχι μόνο στο νησί αλλά σ’ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κοντά του μαθήτευσαν όλοι σχεδόν οι σημερινοί νέοι σκαλιστάδες, καθένας από τους οποίους ανέπτυξε τη δική του προσωπικότητα και τεχνοτροπία, και δημιουργούν όλοι τους αξιόλογα έργα. Στο “μαθητικό” δυναμικό του Καμαρού δεν ανήκει ο Προκόπης Σκοπελίτης, ο κατ’ εξοχήν τεχνίτης σκαλιστών εικόνων, που είναι αυτοδίδακτος, όπως και μερικοί νεώτεροι ξυλογλύπτες, που δημιουργούν δικές τους σχολές. Όλα τα ξυλόγλυπτα (σεντούκια, γραφεία, τραπέζια, καρέκλες κρεβατοκάμαρες, σκρίνια, σεκρετέρ, καθρέφτες, εικόνες, κ.λ.π) είναι χειροποίητα πολύ καλής τέχνης, άρτια τεχνικά., και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισκέπτονται την Αγιάσο ειδικά για να παραγγείλουν σκαλιστά χειροποίητα έπιπλα.
Λαογραφική παράδοση
Η λαογραφική παράδοση της Αγιάσου είναι ιδιαίτερα πλούσια.
Πνευματικός φάρος της είναι το Αναγνωστήριο "η ΑΝΆΠΤΥΞΗ " που ακτινοβολεί πολύ πιο πέρα από το χωριό. Ιδρύθηκε στα 1894 όταν ακόμα το νησί το κατείχαν οι Τούρκοι. Υπήρξε έκφραση της ανάγκης κάποιων πνευματικά ανήσυχων ανθρώπων για μόρφωση και ενημέρωση, μέσα από βιβλία και εφημερίδες. Από τότε δημιούργησε νυχτερινή σχολή, ερασιτεχνικό όμιλο για θεατρικές παραστάσεις και χορωδία για μουσικοφιλολογικές βραδιές. Υπήρξε πυρήνας εθνικής ανάτασης και βοήθησε σημαντικά τον Μακεδονικό αγώνα. Η δραστηριότητά του και η παρουσία του στα πνευματικά και καλλιτεχνικά δρώμενα της Αγιάσου είναι έντονη ως τις μέρες μας, Σήμερα στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτιριακό συγκρότημα, λίγο μετά την κάτω είσοδο του χωριό, που περιλαμβάνει: Βιβλιοθήκη με περισσότερους από 20.000 τόμους παλιών και σύγχρονων βιβλίων που αναφέρονται σε όλους τους τομείς της επιστήμης, μεγάλη αίθουσα αναγνωστηρίου, αίθουσα θεάτρου και κινηματογραφικών προβολών, λαογραφικό μουσείο και αίθουσα εκθέσεων που στεγάζει πίνακες ζωγραφικής.
Το καλλιτεχνικό του τμήμα παρουσίασε πληθώρα θεατρικών έργων ξένων, Ελλήνων (αρκετών μάλιστα Αγιασωτών) θεατρικών συγγραφέων, από όλα τα θεατρικά είδη, Από το 1954 και μετά έχει παρουσιάσει περισσότερα από 35 θεατρικά έργα, Εκτός από την Αγιάσο το καλλιτεχνικό τμήμα έχει δώσει θεατρικές παραστάσεις στη Μυτιλήνη, σε όλα σχεδόν τα χωριά του νησιού, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη μακρινή Αυστραλία πάντα με πολλή μεγάλη επιτυχία.
Ψυχή του Αναγνωστηρίου τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια είναι ο Πρόεδρός του, Πάνος Πράτσος. Η αγάπη και η γνώση του στη μουσική είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μουσικού τμήματος και παιδικής χορωδίας, των οποίων η ύπαρξη γίνεται συχνά αισθητή. Διαλέξεις και φιλολογικές εκδηλώσεις αποτελούν συνηθισμένες δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου.
Ο Καρνάβαλος
Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του Λεσβιακού καρναβαλιού, όπου συρρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει όμως κι από όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για την ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος) σάτιρα που την εκφράζουν με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές.
Η ιστορία του ξεκινά από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φτάνει ως τις μέρες μας. Μέσα στο διάβα ενός και πλέον αιώνα το έθιμο πέρασε από πολλά στάδια, επηρεάστηκε από μύριες καταστάσεις και συνοδοιπόρησε με την εκάστοτε ιστορική εποχή εξελικτικά. Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά (λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων). Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Συνήθως επιλέγεται ένας γνωστός ιστορικός μύθος μέσα από τον οποίο αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Ο ποιητής λαός δε μασκαρεύεται απλά για να τέρψει το ακροατήριο του, αλλά φρονηματίζει, παραδειγματίζει, καυτηριάζει με το θερμοκαυτήρα της πέννας του το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι σεμνότυφος, χτυπά αλύπητα τα στραβά, μιλά σταράτα και ειλικρινά. Είναι τολμηρός και προφητικός. Δε φοβάται, δε συμβιβάζεται, δε χαρίζεται σε κανέναν. Με την καυστική αθυροστομία του κάνει ενέσεις στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό.
Έντονοι είναι οι δεσμοί του Αγιασώτικου καρναβαλιού με την αρχαιοελληνική πολιτιστική δημιουργία και παράδοση. Ο Καρνάβαλος είναι τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χτυπήματα της μοίρας του με τη διακωμώδηση των ίδιων των δεινών του, να βγάλει γέλιο μέσα από τον κυκεώνα των δεινοπαθημάτων του, για να μπορέσει να αντέξει ψυχικά και σωματικά και τελικά να επιβιώσει. Είναι γιορτές των Βακχειών που τελούνταν προς τιμή του θεού Διόνυσου και εξυμνούσαν την αέναη αναδημιουργία, τη γονιμότητα και την αναζωογόνηση της φύσης κατά την άνοιξη. Χαρακτηρίζονταν από το διονυσιακό οργασμό των μειούμενων στη θεϊκή λατρεία (βακχικά όργια), μέσα από τον οποίο πιστευόταν ότι επέρχεται η ψυχική κάθαρση και η εξύψωση στην τελειότητα μιας υπερκόσμιας ζωής.
Απομεινάρια της βακχικής αυτής αντίληψης για τη ζωή είναι και τα “τριψίματα”, δίστιχα ομοικαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα “ιμ’ τζουρώματα” αυτών που “αρχιώντι” (η λέξη αρχιώμι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “ορχούμαι” που σημαίνει μετέχω στον όρχο, χορεύω, μετέχω στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας, οι οποίοι βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, το σώσμα του κρασιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 εξακολουθούσαν να βάφονται με κόκκινα κραγιόνια. Αργότερα επικράτησε το μουτζούρωμα με το κάρβουνο).
Το Αγιασώτικο καρναβάλι είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό σύμβολο. Μοναδικό δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας σε πανελλαδική κλίμακα. Παρά τη μηδαμινή στήριξη εκ μέρους της Πολιτείας, κατορθώνει να επιβιώνει, χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά και το μεράκι των Αγιασωτών.
Η Αγιασώτικη φορεσιά
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης φορεσιάς από τον 18ο αιώνα και πέρα, αποτελεί το σκαλωτό σαλβάρι το οποίο συναντιέται και σε άλλα χωριά της Λέσβου όπως στο Πλωμάρι. Είναι συνήθως εξάφυλλο και το πλάτος μοιράζεται στα τρία. Τα δύο πλάγια τμήματα τα οποία σχηματίζουν τα σκέλη της βράκας, τα καλαμοβράκια - “οι κλαπάτσες” όπως λέγονται - είναι πιο μακριά από το μεσαίο τμήμα της που αποτελεί τη “σέλα”. Η αναλογία στο μάκρος του καλαμοβρακιού σε σχέση με της σέλας εξαρτάται από το ύψος της γυναίκας και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για το σωστό ζύγισμα της βράκας. Τα καλομοβράκια, που συχνά γίνονται από απλό πανί για οικονομία, καταλήγουν σε βρακοθηλειές από όπου περνά συνήθως πλεγμένο γαϊτάνι, η “βρακοζώνα”. Δένονται κάτω από τα γόνατα και σκεπάζονται καθώς η βράκα πέφτει αναδιπλωμένη ως κάτω στους αστραγάλους.
Εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει το σαλβάρι, ιδιαίτερα της νέας γυναίκας του νησιού, είναι το υφαντό με τα ζωηρά ζεστά χρώματα όπως το κόκκινο και το κίτρινο και η ζωντάνια των καρό και ριγωτών σχεδίων που γίνεται πιο έντονη στους συνδυασμούς με το λευκό και στις ποικίλες συνθέσεις με το “γερανιό”, το “μαβί” το πράσινο. Τα υφαντά γινόταν στο σπιτικό αργαλειό, δουλεμένα με ιδιαίτερη τέχνη και μεράκι .
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της βρακούσας ήταν επίσης ο αυξημένος όγκος της βράκας το “παραγέμισμά” της με δύο, τρία ή και περισσότερα βρακιά, όμοια ή μικρότερα σε μέγεθος από το εξωτερικό. Τα κατωβράκια αυτά όπως τα ονόμαζαν οι Αγιασώτισσες μαζί με το μεσοφούστανο που φορούσαν κατάσαρκα ήταν απαραίτητα ιδιαίτερα στις γιορτινές τους εμφανίσεις.
Αυτά τα συνοδευτικά ενδύματα έδιναν με τον όγκο τους εκείνη την πλαστικότητα στη φόρμα του σαλβαριού που χάριζε στη βρακούσα μια θηλυκότητα πληθωρική, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής.
Η φορεσιά συμπληρωνόταν με το καμιζόρι και το χρυσοκεντημένο λιμπαντέ που φορούσε η νέα γυναίκα πάνω από το καλό της πουκάμισο.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιών. η ευρωπαϊκή μόδα, που εισέβαλε και στα χωριά του νησιού, παραμέρισε σιγά σιγά την τοπική φορεσιά. Η εγκατάλειψη της λαϊκής φορεσιάς ξεκινά, όπως συνήθως, από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις που φέρνουν τα ενδύματά τους από την Πόλη, τη Σμύρνη ή κέντρα του εξωτερικού. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στη πόλη της Μυτιλήνης. Το φουστούνι με τις πυκνές πτυχώσεις αρχίζει να επικρατεί. περισσότερο. Οι βρακούσες εκείνες με τα όμορφα σαλβάρια και τα πολύχρωμα υφαντά δεν υπάρχουν πια. Παρ’ όλα αυτά στην ορεινή Αγιάσο ίσως να δείτε πολλές γερόντισσες που φορούν ακόμα τη βράκα.Μα και η αγρότισσα, που ακολουθεί πια τη μόδα, όταν βγαίνει στα χωράφια το χειμώνα γίνεται και αυτή βρακούσα. Φορά τότε τη συνηθισμένη της βράκα, ή μια πιο λιτή, πιο εύχρηστη, και αμολιέται στις πλαγές για να μαζέψει ελιές ή κάστανα. Μια συνήθεια που κρατά ως σήμερα, που η ενδυμασία με το σαλβάρι έγινε μουσειακό είδος.
Μουσική Παράδοση
Τα όργανα
Μια πλήρης “κομπανία” στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι “μουζικάντες” που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 17, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο όμως μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίοι παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.
Οι σκοποί
Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους Λεσβιακούς από τους Μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και Μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρνέικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.
Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών.
Οι “μουζικάντες” κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το “Αναγνωστήριο”, το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δεν συνηθιζόταν “χαρτούρα”, αλλά γινόταν συμφωνία από πριν. Στους γάμους κ.λ.π. όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.
Η ζωή των μουσικών
Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.
Το ρεπερτόριο των χορών
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:
Η στερεότυπη σειρά των χορών: Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στο μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το “μαζωμένο” ή “πηδηχτό”.
Ο συρτός ρυθμός 2/4 χορευόταν κατά κανόνα από 2 άτομα, αλλά και περισσότερα όταν άναβε το κέφι. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στο μπάλο,, που επίσης χορεύεται από 2 άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμός 9/8, επίσης για 2 άτομα, ή και “σόλο”.
Τέλος ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας. Πολλές φορές χόρευαν και καλαματιανό, κυρίως στα πανηγύρια.
Χοροί παρεμβαλλόμενοι: Με τον όρο αυτό εννοούμε χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά την τάξη. Αυτοί ήταν:
ο “τζάμκος”, ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορεύονταν από δύο. Γνωστός και σαν “χορός των μαχαιρών”. Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ όπου έψηναν τον καφέ και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι, τα γεννητικά όργανα του αντιπάλου του και με μια απότομη κίνηση κάθε φορά, τα πέταγε στους θεατές του χορού. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο “πουτάνικος” ή “ποτηράκια” ήταν επίσης μιμικός χορός εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν πάει στη Μικρασία το 1922 και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα “ καφέ – σαντάν” της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο “Αρκουδιάρης “ ή “Αράπικος” χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από 2 άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα, Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο, σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι “Μαρούλα”. “Χόρεψε Αράπη” του φώναζαν και αυτός απαντούσε: “Δεν έχω κέφι”. Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλον κάστανα.
Χοροί ειδικών περιστάσεων
Ο “νυφιάτικος ή “νυφκάτος”. Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα “τριψίματα”. Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο μέσω Σμύρνης, (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.
Χορευτικές περιστάσεις
Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η “πατινάδα” της Κυριακής, συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες- παρέες απ’ τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσια ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν απ’ τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα “κουϊτούκια”, συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ, και στραγάλια.
Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φθάσει η μουσική, καθισμένες στα “καριγλιά” τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νέες σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά απ’ τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουϊτούκια, μέσα απ’ ένα πλήθος από κόσμο, και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ, Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινες την πρώτη θέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Στην πατινάδα της Κυριακής, χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους πίσω από τα σπίτια για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Συνήθιζαν και το καλαματιανό..
Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουϊτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών. Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι.
Τα καφενεία και τα κουϊτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο, Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν το κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει “χαρτούρα” γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπομένη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα “γλιτώματα” της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε και ζει στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Κάρυνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν όλοι οι δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό μετενεκέδες.
Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρά στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.
Η χορευτική συμπεριφορά
Το ύφος του χορού ήταν μετρημένο, συγκρατημένο. Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δεν χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.
Το μουσικοχορευτικό τοπίο στη Αγιάσο αλλάζει σταδιακά μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 50.
Οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές, ο ξενιτεμός, τα νέα ήθη, αλλά και η εισβολή του γραμμόφωνου και του ραδιόφωνου αλλοιώνουν τη παράδοση.Σήμερα, παραμονές του 2000, οι Αγιασώτες χορεύουν ακόμα παλιούς σκοπούς και χορούς αλλά πολλά νέα στοιχεία έχουν υπεισέλθει (ακορντεόν, μπουζούκι, συνθεσάιζερ). Οι ευκαιρίες για χορό έχουν περιοριστεί κυρίως στα θρησκευτικά πανηγύρια και στις εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων. Ο χορός δεν αποτελεί πια καθημερινή πρακτική
Το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα λεσβιακά γλωσσικά ιδιώματα είναι και το αγιασώτικο. Ανήκει και αυτό, όπως και πολλά άλλα, στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα. Παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη φωνητική, μορφολογική, λεξιλογική και σημασιολογική. Διατηρεί ως τις μέρες μας πλήθος αρχαϊσμών, οι οποίοι μας ανάγουν στους μεσαιωνικούς και στους αρχαίους χρόνους. ’ξια σπουδής λογίζονται και τα ονόματα (τοπωνύμια, οικογενειακά, βαφτιστικά, παρωνύμια).
Οι ξενικές επιδράσεις, κυρίως η ιταλική (βενετικά, γενουατικά) και η τουρκική, λόγω της στενής επαφής με τους αντίστοιχους λαούς κατά την ιστορική πορειά του νησιού, περιορίζονται κυρίως στο λεξιλόγιο και είναι επιφανειακές.
Το γλωσσικό διώμα της Αγιάσου έχει αξιοποιηθεί φιλολογικά λογοτεχνικά σε ποιήματα, σε καρναβαλικές σάτιρες, σε διηγήματα, σε ηθογραφίες, σε επιθεωρήσεις, σε σκετς. Πολλά από τα ιδιωματικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς, σε βιβλία, ενώ άλλα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και σε περιοδικά, κυρίως στον Τρίβολο του Στρατής Παπανικόλα και στο περιοδικό Αγιάσος Στους ικανούς χειριστές του ιδιώματος, που άφησαν έργο, δημοσιευμένο ή μη, συγκαταλέγονται ο Στρατής Αναστασέλης, ο Χριστόφας Κανιμάς, ο Γιάννης Χατζηνικολάου, ο Βασίλειος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ο Γιώργος Μουτζουρέλης, ο Μιχάλης Πασχαλιάς, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Αντώνης Μηνάς και άλλοι.Το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου, όπως και τα άλλα, έχουν μελετηθεί από ειδικούς γλωσσολόγους, αλλά και από άλλους λογίους. Στις μέρες μας, με το άνοιγμα της κοινωνίας, άρχισε να νοθεύεται από την κοινή νεοελληνική.
- αλάτι
- κρεμμύδι ξερό
- ντομάτες φρέσκιες
- ρίγανηΑγοράζουμε κουκιά ψιλόφλουδα βραστερά τα ξεματίζουμε (αφαιρούμε τη μαύρημυτούλα) ή τα βάζουμε στο νερό αποβραδίς και την επόμενη τα βράζουμε. Το σωστό βράσιμο απαιτεί γραγούδα (πήλινο σκεύος) με προσθήκη ελάχιστου νερού κάθε φορά που το πίνει. Η γραγούδα μπαίνει και πάνω στο μάτι της κουζίνας, η φωτιά όμως θα λιγοστέψει για να σιγοβράσουν. Επίσης μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στενή κατσαρόλα.Όταν τα κουκιά μαλακώσουν αρκετά τα περιχύνουμε με τη σάλτσα που ετοιμάσαμε ως εξής και συνεχίζουμε για λίγα ακόμη λεπτά το βράσιμο.
Σάλτσα: Σε τηγάνι ρίχνουμε λάδι και τσιγαρίζουμε ένα μεγάλο χοντροκομμένο κρεμμύδι. Ρίχνουμε ½ κιλό ώριμες ντομάτες ψιλοκομμένες και μπόλικη ρίγανη. Βράζουμε μέχρι να φύγουν τα πολλά νερά.
ΚΕΦΤΕΔΕΣ (ΠΤΑΡΙΑ)
- 1 κιλό κιμά
- 1 κρεμμύδι μεγάλο τριμμένο
- λίγο ψωμί μουσκεμένο
- αλάτι, ρίγανη και κύμινο και λίγο ούζο.Θα τα ανακατέψουμε όλα μαζί, θα τα πλάσουμε σε μπαλίτσες, θα τα βάλουμε στο αλεύρι και θα τα τηγανίσουμε σε μπόλικο λάδι.
ΝΤΟΛΜΑΔΕΣ ΜΕ ΚΡΕΑΣ (ΓΙΑΠΡΑΤΣΑ)
- 1 κιλό κιμά
- 1 ποτήρι ρύζι
- 1 μεγάλο κρεμμύδι
- Λίγη ντομάτα τριμμένη
- Πιπέρι, αλάτιΘα τα ανακατέψουμε όλα μαζί και θα τα τυλίξουμε με λάχανο ή με αμπελόφυλλα.
ΝΤΟΛΜΑΔΕΣ ΜΕ ΒΑΚΑΛΑΟ ΠΑΣΤΟ (ΓΙΑΠΡΑΤΣΙΑ) (Αγιάσος)
- 1 κιλό βακαλάο ξαλμυρισμένο για 10 ώρες
- 2 κουταλιές σούπας μαϊντανό
- λίγο δυόσμο
- 1 μεγάλο τριμμένο κρεμμύδι
- πιπέρι
- μισό ποτήρι λάδι
- ½ ποτήρι ρύζι
- λίγη ντομάτα φρέσκιαΘα μαδήσουμε το βακαλάο και μετά σε μια λεκανίτσα θα τον ανακατέψουμε σε όλα τα υλικά. Μετά θα ζεματίσουμε το λάχανο, θα το κόψουμε σε κατάλληλα κομμάτια έτσι ώστε να χωράει για να τυλίξουμε σε ντολμαδάκια με λίγη γέμιση. Όταν τα βάλουμε στην κατσαρόλα θα ρίξουμε μισό ποτήρι λάδι.
πηγή: http://www.lesvosonline.gr/
Κεραμική
Η Κεραμική τέχνη στην περιοχή της Αγιάσου είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η κωμόπολη.
Με τη μεταφορά της εικόνας της Παναγιάς και των άλλων κειμηλίων και τη δημιουργία του μοναστηριού, η Αγιάσος έγινε τόπος προσκυνήματος με αποτέλεσμα τη συρροή πλήθους πιστών, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς, δημιουργείται η ανάγκη μιας αυξημένης παραγωγής πήλινων αντικειμένων, για να καλύψει τις διάφορες ανάγκες του πλήθους των ευσεβών, όπως κουμάρια για το νερό, πινάκια κλπ.
Ακόμα, αρχίζουν να κατασκευάζουν ένα καινούργιο είδος , ένα μικρό δοχείο σε σχήμα στάμνας που το χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές για να μεταφέρουν τον αγιασμό στο σπίτι τους όπως και διάφορα μικρά διακοσμητικά αντικείμενα από πηλό.
Αξίζει να σημειώσουμε πως εδώ στην Αγιάσο, λόγω της αυξημένης αυτής ζήτησης και των τεχνιτών που έφτασαν από το Τσανάκ – Καλέ της Μικράς Ασίας, η κεραμική τέχνη βρίσκεται σ’ ένα πιο προχωρημένο στάδιο από ό,τι βρίσκεται στ’ ανατολικά του νησιού.
Λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν οι τσουκαλάδες της περιοχής (αγγειοπλάστες) όπως και άλλα επαγγέλματα είχαν οργανωθεί σε σωματεία, τα λεγόμενα σινάφια. Μαρτυρία για το σινάφι των Αγιασωτών τεχνιτών αποτελεί ένα κουτί- κουμπαράς, που διασώθηκε και χρονολογείται από το 1864.
Όλη όμως αυτή η άνθιση της κεραμικής τέχνης στην Αγιάσο, αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά μαζί με τον παλιό τρόπο ζωής, τις νέες ανάγκες των ανθρώπων και την εισβολή των καινούργιων και πιο ανθεκτικών υλικών.
Έτσι ενώ πριν από 40 χρόνια υπήρχαν 10 τσουκαλάδικα σήμερα υπάρχουν μόνο δύο. Παρ’ όλα αυτά η ιδιαιτερότητα στην αγγειοπλαστική τέχνη είναι φανερή και στους σημερινούς επισκέπτες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης τεχνικής που δεν θα συναντήσετε πουθενά αλλού είναι τα μικροαντικείμενα καθαρά διακοσμητικού χαρακτήρα. Τα θέματα αυτών των αναμνηστικών είναι παρμένα από σκηνές της καθημερινής αγιασώτικης ζωής όπως γαϊδουράκια φορτωμένα, βοσκοί, γυναίκες που γνέθουν, κουμάρια για τα μικρά παιδιά που “κελαηδούν” με νερό κ. ά.
Αυτά τα έπλαθαν χωρίς τη βοήθεια του τροχού. Σήμερα χρησιμοποιούν γύψινα καλούπια. Στην συνέχεια, μετά από μια τελική επεξεργασία που τους γίνεται για να χαθούν τα σημάδια των καλουπιών, τα ζωγραφίζουν δίνοντάς τα πραγματικά χρώματα των προτύπων που απεικονίζουν.
Ξυλογλυπτική
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η παραδοσιακή τέχνη της ξυλοτεχνίας σε ξύλο ελιάς και καρυδιάς. Ξακουστές είναι οι αγιασώτικες σκαλιστές εικόνες αλλά και τα σκαλιστικά έπιπλα δουλεμένα στο χέρι με ιδιαίτερο μεράκι από έμπειρους τεχνίτες.Η παράδοση της ξυλογλυπτικής πρέπει να ξεκινάει από τις τεχνίτες που έφτιαξαν το ξυλόγλυπτο τέμπο της εκκλησιάς της Παναγίας το 1812. Ηταν Έλληνες της Μικράς Ασίας και οι βοηθοί τους πανέξυπνοι Αγιασώτες που κληρονόμησαν τη τέχνη τους. Οι οικογένειες των Σεντουκάδων, ονομάστηκαν έτσι, γιατί κάποια μέλη τους έφτιαχναν πολύ καλά σεντούκια. Παρά πολλά σπίτια στη Αγιάσο έχουν παλιά έπιπλα (κυρίως σεντούκια) διακοσμημένα με ξυλόγλυπτα σχέδια.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, την τέχνη άσκησε από το 1950 και μετά ο Δημήτρης Καμαρός, που είχε παππού ξυλογλύπτη. Τα σκαλιστά του έγιναν γνωστά και ονομαστά όχι μόνο στο νησί αλλά σ’ όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κοντά του μαθήτευσαν όλοι σχεδόν οι σημερινοί νέοι σκαλιστάδες, καθένας από τους οποίους ανέπτυξε τη δική του προσωπικότητα και τεχνοτροπία, και δημιουργούν όλοι τους αξιόλογα έργα. Στο “μαθητικό” δυναμικό του Καμαρού δεν ανήκει ο Προκόπης Σκοπελίτης, ο κατ’ εξοχήν τεχνίτης σκαλιστών εικόνων, που είναι αυτοδίδακτος, όπως και μερικοί νεώτεροι ξυλογλύπτες, που δημιουργούν δικές τους σχολές. Όλα τα ξυλόγλυπτα (σεντούκια, γραφεία, τραπέζια, καρέκλες κρεβατοκάμαρες, σκρίνια, σεκρετέρ, καθρέφτες, εικόνες, κ.λ.π) είναι χειροποίητα πολύ καλής τέχνης, άρτια τεχνικά., και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισκέπτονται την Αγιάσο ειδικά για να παραγγείλουν σκαλιστά χειροποίητα έπιπλα.
Λαογραφική παράδοση
Η λαογραφική παράδοση της Αγιάσου είναι ιδιαίτερα πλούσια.
Πνευματικός φάρος της είναι το Αναγνωστήριο "η ΑΝΆΠΤΥΞΗ " που ακτινοβολεί πολύ πιο πέρα από το χωριό. Ιδρύθηκε στα 1894 όταν ακόμα το νησί το κατείχαν οι Τούρκοι. Υπήρξε έκφραση της ανάγκης κάποιων πνευματικά ανήσυχων ανθρώπων για μόρφωση και ενημέρωση, μέσα από βιβλία και εφημερίδες. Από τότε δημιούργησε νυχτερινή σχολή, ερασιτεχνικό όμιλο για θεατρικές παραστάσεις και χορωδία για μουσικοφιλολογικές βραδιές. Υπήρξε πυρήνας εθνικής ανάτασης και βοήθησε σημαντικά τον Μακεδονικό αγώνα. Η δραστηριότητά του και η παρουσία του στα πνευματικά και καλλιτεχνικά δρώμενα της Αγιάσου είναι έντονη ως τις μέρες μας, Σήμερα στεγάζεται σε ιδιόκτητο κτιριακό συγκρότημα, λίγο μετά την κάτω είσοδο του χωριό, που περιλαμβάνει: Βιβλιοθήκη με περισσότερους από 20.000 τόμους παλιών και σύγχρονων βιβλίων που αναφέρονται σε όλους τους τομείς της επιστήμης, μεγάλη αίθουσα αναγνωστηρίου, αίθουσα θεάτρου και κινηματογραφικών προβολών, λαογραφικό μουσείο και αίθουσα εκθέσεων που στεγάζει πίνακες ζωγραφικής.
Το καλλιτεχνικό του τμήμα παρουσίασε πληθώρα θεατρικών έργων ξένων, Ελλήνων (αρκετών μάλιστα Αγιασωτών) θεατρικών συγγραφέων, από όλα τα θεατρικά είδη, Από το 1954 και μετά έχει παρουσιάσει περισσότερα από 35 θεατρικά έργα, Εκτός από την Αγιάσο το καλλιτεχνικό τμήμα έχει δώσει θεατρικές παραστάσεις στη Μυτιλήνη, σε όλα σχεδόν τα χωριά του νησιού, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη μακρινή Αυστραλία πάντα με πολλή μεγάλη επιτυχία.
Ψυχή του Αναγνωστηρίου τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια είναι ο Πρόεδρός του, Πάνος Πράτσος. Η αγάπη και η γνώση του στη μουσική είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μουσικού τμήματος και παιδικής χορωδίας, των οποίων η ύπαρξη γίνεται συχνά αισθητή. Διαλέξεις και φιλολογικές εκδηλώσεις αποτελούν συνηθισμένες δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου.
Ο Καρνάβαλος
Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του Λεσβιακού καρναβαλιού, όπου συρρέουν χιλιάδες κόσμου κάθε χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει όμως κι από όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για την ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος) σάτιρα που την εκφράζουν με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές.
Η ιστορία του ξεκινά από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και φτάνει ως τις μέρες μας. Μέσα στο διάβα ενός και πλέον αιώνα το έθιμο πέρασε από πολλά στάδια, επηρεάστηκε από μύριες καταστάσεις και συνοδοιπόρησε με την εκάστοτε ιστορική εποχή εξελικτικά. Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά (λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων). Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Συνήθως επιλέγεται ένας γνωστός ιστορικός μύθος μέσα από τον οποίο αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Ο ποιητής λαός δε μασκαρεύεται απλά για να τέρψει το ακροατήριο του, αλλά φρονηματίζει, παραδειγματίζει, καυτηριάζει με το θερμοκαυτήρα της πέννας του το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος. Δεν είναι σεμνότυφος, χτυπά αλύπητα τα στραβά, μιλά σταράτα και ειλικρινά. Είναι τολμηρός και προφητικός. Δε φοβάται, δε συμβιβάζεται, δε χαρίζεται σε κανέναν. Με την καυστική αθυροστομία του κάνει ενέσεις στον άρρωστο κοινωνικό οργανισμό.
Έντονοι είναι οι δεσμοί του Αγιασώτικου καρναβαλιού με την αρχαιοελληνική πολιτιστική δημιουργία και παράδοση. Ο Καρνάβαλος είναι τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χτυπήματα της μοίρας του με τη διακωμώδηση των ίδιων των δεινών του, να βγάλει γέλιο μέσα από τον κυκεώνα των δεινοπαθημάτων του, για να μπορέσει να αντέξει ψυχικά και σωματικά και τελικά να επιβιώσει. Είναι γιορτές των Βακχειών που τελούνταν προς τιμή του θεού Διόνυσου και εξυμνούσαν την αέναη αναδημιουργία, τη γονιμότητα και την αναζωογόνηση της φύσης κατά την άνοιξη. Χαρακτηρίζονταν από το διονυσιακό οργασμό των μειούμενων στη θεϊκή λατρεία (βακχικά όργια), μέσα από τον οποίο πιστευόταν ότι επέρχεται η ψυχική κάθαρση και η εξύψωση στην τελειότητα μιας υπερκόσμιας ζωής.
Απομεινάρια της βακχικής αυτής αντίληψης για τη ζωή είναι και τα “τριψίματα”, δίστιχα ομοικαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα “ιμ’ τζουρώματα” αυτών που “αρχιώντι” (η λέξη αρχιώμι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “ορχούμαι” που σημαίνει μετέχω στον όρχο, χορεύω, μετέχω στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας, οι οποίοι βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, το σώσμα του κρασιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 εξακολουθούσαν να βάφονται με κόκκινα κραγιόνια. Αργότερα επικράτησε το μουτζούρωμα με το κάρβουνο).
Το Αγιασώτικο καρναβάλι είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό σύμβολο. Μοναδικό δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας σε πανελλαδική κλίμακα. Παρά τη μηδαμινή στήριξη εκ μέρους της Πολιτείας, κατορθώνει να επιβιώνει, χάρη στην ανιδιοτελή προσφορά και το μεράκι των Αγιασωτών.
Η Αγιασώτικη φορεσιά
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αγιασώτικης φορεσιάς από τον 18ο αιώνα και πέρα, αποτελεί το σκαλωτό σαλβάρι το οποίο συναντιέται και σε άλλα χωριά της Λέσβου όπως στο Πλωμάρι. Είναι συνήθως εξάφυλλο και το πλάτος μοιράζεται στα τρία. Τα δύο πλάγια τμήματα τα οποία σχηματίζουν τα σκέλη της βράκας, τα καλαμοβράκια - “οι κλαπάτσες” όπως λέγονται - είναι πιο μακριά από το μεσαίο τμήμα της που αποτελεί τη “σέλα”. Η αναλογία στο μάκρος του καλαμοβρακιού σε σχέση με της σέλας εξαρτάται από το ύψος της γυναίκας και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για το σωστό ζύγισμα της βράκας. Τα καλομοβράκια, που συχνά γίνονται από απλό πανί για οικονομία, καταλήγουν σε βρακοθηλειές από όπου περνά συνήθως πλεγμένο γαϊτάνι, η “βρακοζώνα”. Δένονται κάτω από τα γόνατα και σκεπάζονται καθώς η βράκα πέφτει αναδιπλωμένη ως κάτω στους αστραγάλους.
Εκείνο που κάνει να ξεχωρίζει το σαλβάρι, ιδιαίτερα της νέας γυναίκας του νησιού, είναι το υφαντό με τα ζωηρά ζεστά χρώματα όπως το κόκκινο και το κίτρινο και η ζωντάνια των καρό και ριγωτών σχεδίων που γίνεται πιο έντονη στους συνδυασμούς με το λευκό και στις ποικίλες συνθέσεις με το “γερανιό”, το “μαβί” το πράσινο. Τα υφαντά γινόταν στο σπιτικό αργαλειό, δουλεμένα με ιδιαίτερη τέχνη και μεράκι .
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της βρακούσας ήταν επίσης ο αυξημένος όγκος της βράκας το “παραγέμισμά” της με δύο, τρία ή και περισσότερα βρακιά, όμοια ή μικρότερα σε μέγεθος από το εξωτερικό. Τα κατωβράκια αυτά όπως τα ονόμαζαν οι Αγιασώτισσες μαζί με το μεσοφούστανο που φορούσαν κατάσαρκα ήταν απαραίτητα ιδιαίτερα στις γιορτινές τους εμφανίσεις.
Αυτά τα συνοδευτικά ενδύματα έδιναν με τον όγκο τους εκείνη την πλαστικότητα στη φόρμα του σαλβαριού που χάριζε στη βρακούσα μια θηλυκότητα πληθωρική, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές αντιλήψεις της εποχής.
Η φορεσιά συμπληρωνόταν με το καμιζόρι και το χρυσοκεντημένο λιμπαντέ που φορούσε η νέα γυναίκα πάνω από το καλό της πουκάμισο.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιών. η ευρωπαϊκή μόδα, που εισέβαλε και στα χωριά του νησιού, παραμέρισε σιγά σιγά την τοπική φορεσιά. Η εγκατάλειψη της λαϊκής φορεσιάς ξεκινά, όπως συνήθως, από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις που φέρνουν τα ενδύματά τους από την Πόλη, τη Σμύρνη ή κέντρα του εξωτερικού. Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στη πόλη της Μυτιλήνης. Το φουστούνι με τις πυκνές πτυχώσεις αρχίζει να επικρατεί. περισσότερο. Οι βρακούσες εκείνες με τα όμορφα σαλβάρια και τα πολύχρωμα υφαντά δεν υπάρχουν πια. Παρ’ όλα αυτά στην ορεινή Αγιάσο ίσως να δείτε πολλές γερόντισσες που φορούν ακόμα τη βράκα.Μα και η αγρότισσα, που ακολουθεί πια τη μόδα, όταν βγαίνει στα χωράφια το χειμώνα γίνεται και αυτή βρακούσα. Φορά τότε τη συνηθισμένη της βράκα, ή μια πιο λιτή, πιο εύχρηστη, και αμολιέται στις πλαγές για να μαζέψει ελιές ή κάστανα. Μια συνήθεια που κρατά ως σήμερα, που η ενδυμασία με το σαλβάρι έγινε μουσειακό είδος.
Μουσική Παράδοση
Τα όργανα
Μια πλήρης “κομπανία” στην Αγιάσο αποτελείται από 6 όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι “μουζικάντες” που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 17, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο όμως μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίοι παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.
Οι σκοποί
Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους Λεσβιακούς από τους Μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και Μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρνέικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι εθνικοί ύμνοι της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.
Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.
Πρόσληψη και αμοιβή των μουσικών.
Οι “μουζικάντες” κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π. είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το “Αναγνωστήριο”, το πνευματικό κέντρο της Αγιάσου, τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.
Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Στις χοροεσπερίδες δεν συνηθιζόταν “χαρτούρα”, αλλά γινόταν συμφωνία από πριν. Στους γάμους κ.λ.π. όπου το κέρδος ήταν δεδομένο, δεν προηγούνταν συμφωνία. Συνήθως προτιμούσαν τα πιο γενναιόδωρα σπίτια.
Η ζωή των μουσικών
Οι μουζικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουζικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.
Το ρεπερτόριο των χορών
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε 3 κατηγορίες:
Η στερεότυπη σειρά των χορών: Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στο μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το “μαζωμένο” ή “πηδηχτό”.
Ο συρτός ρυθμός 2/4 χορευόταν κατά κανόνα από 2 άτομα, αλλά και περισσότερα όταν άναβε το κέφι. Από το συρτό το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στο μπάλο,, που επίσης χορεύεται από 2 άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμός 9/8, επίσης για 2 άτομα, ή και “σόλο”.
Τέλος ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας. Πολλές φορές χόρευαν και καλαματιανό, κυρίως στα πανηγύρια.
Χοροί παρεμβαλλόμενοι: Με τον όρο αυτό εννοούμε χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά την τάξη. Αυτοί ήταν:
ο “τζάμκος”, ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορεύονταν από δύο. Γνωστός και σαν “χορός των μαχαιρών”. Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ όπου έψηναν τον καφέ και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι, τα γεννητικά όργανα του αντιπάλου του και με μια απότομη κίνηση κάθε φορά, τα πέταγε στους θεατές του χορού. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από άλλους. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.
Ο “πουτάνικος” ή “ποτηράκια” ήταν επίσης μιμικός χορός εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν πάει στη Μικρασία το 1922 και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα “ καφέ – σαντάν” της Σμύρνης και της Πόλης.
Ο “Αρκουδιάρης “ ή “Αράπικος” χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από 2 άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4 σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα, Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο, σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι “Μαρούλα”. “Χόρεψε Αράπη” του φώναζαν και αυτός απαντούσε: “Δεν έχω κέφι”. Διάλογος στερεότυπος. Παρά την άρνηση όμως άρχιζε να χορεύει καλώντας ταυτόχρονα τον παρτενέρ του. Στη διάρκεια του χορού πετούσαν ο ένας στον άλλον κάστανα.
Χοροί ειδικών περιστάσεων
Ο “νυφιάτικος ή “νυφκάτος”. Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.
Τα “τριψίματα”. Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.
Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο μέσω Σμύρνης, (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία όμως χόρευε τους ντόπιους χορούς.
Χορευτικές περιστάσεις
Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη όμως χορευτική εκδήλωση ήταν η “πατινάδα” της Κυριακής, συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.
Οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες- παρέες απ’ τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσια ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν απ’ τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα “κουϊτούκια”, συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ, και στραγάλια.
Στις συνοικίες λοιπόν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φθάσει η μουσική, καθισμένες στα “καριγλιά” τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νέες σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά απ’ τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές για να κάνουν το κομμάτι τους και να εκφράσουν τον έρωτά τους, χορεύοντας στα κουϊτούκια, μέσα απ’ ένα πλήθος από κόσμο, και ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.
Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ, Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, της έδινες την πρώτη θέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Στην πατινάδα της Κυριακής, χόρευαν την ίδια ώρα, υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους πίσω από τα σπίτια για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Συνήθιζαν και το καλαματιανό..
Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουϊτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών. Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουϊτούκι.
Τα καφενεία και τα κουϊτούκια ήταν ο χορευτικός τους χώρος και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο, Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν το κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει “χαρτούρα” γενναιόδωρη στους μουζικάντες. Τη μεθεπομένη, και αφού διαπιστωθεί η εκπαρθένευση της κόρης γίνεται δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.
Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα “γλιτώματα” της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν το χωριό ζούσε και ζει στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής, οι γυναίκες με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό είτε στο κτήμα είτε στην Κάρυνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν όλοι οι δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και το ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό μετενεκέδες.
Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρά στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.
Η χορευτική συμπεριφορά
Το ύφος του χορού ήταν μετρημένο, συγκρατημένο. Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης δεν χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.
Το μουσικοχορευτικό τοπίο στη Αγιάσο αλλάζει σταδιακά μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 50.
Οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές, ο ξενιτεμός, τα νέα ήθη, αλλά και η εισβολή του γραμμόφωνου και του ραδιόφωνου αλλοιώνουν τη παράδοση.Σήμερα, παραμονές του 2000, οι Αγιασώτες χορεύουν ακόμα παλιούς σκοπούς και χορούς αλλά πολλά νέα στοιχεία έχουν υπεισέλθει (ακορντεόν, μπουζούκι, συνθεσάιζερ). Οι ευκαιρίες για χορό έχουν περιοριστεί κυρίως στα θρησκευτικά πανηγύρια και στις εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων. Ο χορός δεν αποτελεί πια καθημερινή πρακτική
Το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα λεσβιακά γλωσσικά ιδιώματα είναι και το αγιασώτικο. Ανήκει και αυτό, όπως και πολλά άλλα, στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα. Παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη φωνητική, μορφολογική, λεξιλογική και σημασιολογική. Διατηρεί ως τις μέρες μας πλήθος αρχαϊσμών, οι οποίοι μας ανάγουν στους μεσαιωνικούς και στους αρχαίους χρόνους. ’ξια σπουδής λογίζονται και τα ονόματα (τοπωνύμια, οικογενειακά, βαφτιστικά, παρωνύμια).
Οι ξενικές επιδράσεις, κυρίως η ιταλική (βενετικά, γενουατικά) και η τουρκική, λόγω της στενής επαφής με τους αντίστοιχους λαούς κατά την ιστορική πορειά του νησιού, περιορίζονται κυρίως στο λεξιλόγιο και είναι επιφανειακές.
Το γλωσσικό διώμα της Αγιάσου έχει αξιοποιηθεί φιλολογικά λογοτεχνικά σε ποιήματα, σε καρναβαλικές σάτιρες, σε διηγήματα, σε ηθογραφίες, σε επιθεωρήσεις, σε σκετς. Πολλά από τα ιδιωματικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς, σε βιβλία, ενώ άλλα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και σε περιοδικά, κυρίως στον Τρίβολο του Στρατής Παπανικόλα και στο περιοδικό Αγιάσος Στους ικανούς χειριστές του ιδιώματος, που άφησαν έργο, δημοσιευμένο ή μη, συγκαταλέγονται ο Στρατής Αναστασέλης, ο Χριστόφας Κανιμάς, ο Γιάννης Χατζηνικολάου, ο Βασίλειος Βλαστάρης ή Βαγιάνας, ο Γιώργος Μουτζουρέλης, ο Μιχάλης Πασχαλιάς, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Αντώνης Μηνάς και άλλοι.Το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου, όπως και τα άλλα, έχουν μελετηθεί από ειδικούς γλωσσολόγους, αλλά και από άλλους λογίους. Στις μέρες μας, με το άνοιγμα της κοινωνίας, άρχισε να νοθεύεται από την κοινή νεοελληνική.
Παραδοσιακή κουζίνα
ΚΤΣΑ (ΚΟΥΚΙΑ ΞΕΡΑ)
- ½ κιλό κουκιά- αλάτι
- κρεμμύδι ξερό
- ντομάτες φρέσκιες
- ρίγανηΑγοράζουμε κουκιά ψιλόφλουδα βραστερά τα ξεματίζουμε (αφαιρούμε τη μαύρημυτούλα) ή τα βάζουμε στο νερό αποβραδίς και την επόμενη τα βράζουμε. Το σωστό βράσιμο απαιτεί γραγούδα (πήλινο σκεύος) με προσθήκη ελάχιστου νερού κάθε φορά που το πίνει. Η γραγούδα μπαίνει και πάνω στο μάτι της κουζίνας, η φωτιά όμως θα λιγοστέψει για να σιγοβράσουν. Επίσης μπορείτε να χρησιμοποιήσετε στενή κατσαρόλα.Όταν τα κουκιά μαλακώσουν αρκετά τα περιχύνουμε με τη σάλτσα που ετοιμάσαμε ως εξής και συνεχίζουμε για λίγα ακόμη λεπτά το βράσιμο.
Σάλτσα: Σε τηγάνι ρίχνουμε λάδι και τσιγαρίζουμε ένα μεγάλο χοντροκομμένο κρεμμύδι. Ρίχνουμε ½ κιλό ώριμες ντομάτες ψιλοκομμένες και μπόλικη ρίγανη. Βράζουμε μέχρι να φύγουν τα πολλά νερά.
ΚΕΦΤΕΔΕΣ (ΠΤΑΡΙΑ)
- 1 κιλό κιμά
- 1 κρεμμύδι μεγάλο τριμμένο
- λίγο ψωμί μουσκεμένο
- αλάτι, ρίγανη και κύμινο και λίγο ούζο.Θα τα ανακατέψουμε όλα μαζί, θα τα πλάσουμε σε μπαλίτσες, θα τα βάλουμε στο αλεύρι και θα τα τηγανίσουμε σε μπόλικο λάδι.
ΝΤΟΛΜΑΔΕΣ ΜΕ ΚΡΕΑΣ (ΓΙΑΠΡΑΤΣΑ)
- 1 κιλό κιμά
- 1 ποτήρι ρύζι
- 1 μεγάλο κρεμμύδι
- Λίγη ντομάτα τριμμένη
- Πιπέρι, αλάτιΘα τα ανακατέψουμε όλα μαζί και θα τα τυλίξουμε με λάχανο ή με αμπελόφυλλα.
ΝΤΟΛΜΑΔΕΣ ΜΕ ΒΑΚΑΛΑΟ ΠΑΣΤΟ (ΓΙΑΠΡΑΤΣΙΑ) (Αγιάσος)
- 1 κιλό βακαλάο ξαλμυρισμένο για 10 ώρες
- 2 κουταλιές σούπας μαϊντανό
- λίγο δυόσμο
- 1 μεγάλο τριμμένο κρεμμύδι
- πιπέρι
- μισό ποτήρι λάδι
- ½ ποτήρι ρύζι
- λίγη ντομάτα φρέσκιαΘα μαδήσουμε το βακαλάο και μετά σε μια λεκανίτσα θα τον ανακατέψουμε σε όλα τα υλικά. Μετά θα ζεματίσουμε το λάχανο, θα το κόψουμε σε κατάλληλα κομμάτια έτσι ώστε να χωράει για να τυλίξουμε σε ντολμαδάκια με λίγη γέμιση. Όταν τα βάλουμε στην κατσαρόλα θα ρίξουμε μισό ποτήρι λάδι.
πηγή: http://www.lesvosonline.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου